Στην ιστορία της γεωγραφίας έχουν συμβεί τέσσερις σημαντικές τομές, που σημάδεψαν τόσο την γεωγραφία όσο και τις υπόλοιπες επιστήμες. Αυτά είναι η ποσοτική επανάσταση (quantitative revolution) , η περιφερειακή γεωγραφία (regional geography), ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός ή γεωγραφικός ντετερμινισμός ή περιβαλλοντική αιτιοκρατία (Environmental Determinism) και η ριζοσπαστική ή κριτική γεωγραφία (Radical /Critical geography).
Το αντικείμενο και κατά προσέγγιση οι σπουδές της γεωγραφίας, έχουν υποστεί σημαντικές αλλαγές κατά τα τελευταία 40 χρόνια. Η γεωγράφοι δεν περιορίζονται πλέον σε μία συμβατική θεώρηση και περιγραφή των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και των μεταβολών στο φυσικό περιβάλλον. Η προσέγγιση αυτή έχει αντικατασταθεί από μία προσέγγιση συστηματικής κατανόησης και κριτικής ανάλυσης των δυνάμεων που διαμορφώνουν τα γεωγραφικά φαινόμενα και σφαιρικής έως συνθετικής αντίληψης των φυσικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών πτυχών της ανθρώπινης παρουσίας και δράσης στον χώρο. Από τον καιρό που η γεωγραφία αποτελούσε αποκλειστικά μία περιγραφική επιστημονική προσέγγιση με άξονα τον απλό εντοπισμό υφιστάμενων χαρακτηριστικών του φυσικού περιβάλλοντος, απαντώντας στα ερωτήματα «τι», «που», και «πόσο» σήμερα τείνει να δίνει απαντήσεις στα πρόσθετα ερωτήματα «πως» και «γιατί».
Η πρώτη σημαντική εξέλιξη που βοήθησε προς την κατεύθυνση αυτή είναι η ποσοτική επανάσταση, η οποία ξέσπασε στα μέσα της δεκαετίας του ΄50 και έφτασε ως την δεκαετία του ΄60. Πρόκειται για έναν ριζικό μετασχηματισμό που βίωσε η αγγλοαμερικανική γεωγραφία. Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις για την θέση, τον ιδρυτή ή την ημερομηνία της επανάστασης, αλλά τίποτα δεν μπορεί να απαντηθεί με σαφήνεια. Φαίνεται όμως ότι η ποσοτική επανάσταση αποτέλεσε απόρροια της κρίσης της δεκαετίας του ΄50 στην γεωγραφία.
Ήδη από την δεκαετία του ΄40  και στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 η γεωγραφία αμφισβητήθηκε ως ακαδημαϊκό θέμα εξαιτίας μιας σειράς σημαντικών γεγονότων. Συγκεκριμένα, έκλεισαν πολλά τμήματα μαθημάτων γεωγραφίας στα πανεπιστήμια, όπως η κατάργηση του προγράμματος γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ το 1948. Επιπλέον συνδέθηκαν τμήματα του ανθρώπου και της φυσικής γεωγραφίας. Επίσης στην κρίση αυτή οδήγησε και ο χαρακτήρας της ίδιας της γεωγραφίας, που ήταν περιγραφική σε μεγάλο βαθμό και όχι επιστημονική. Ακόμη δημιουργήθηκε ένα μπέρδεμα για το θέμα της γεωγραφίας καθώς περιελάμβανε επιστήμη, τέχνη, ανθρωπότητα και κοινωνικές επιστήμες. Τέλος, η γεωγραφία βρέθηκε στο περιθώριο, εξαιτίας της ανάπτυξης της τεχνολογίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και της εισόδου της στις κοινωνίες. Έτσι λοιπόν τα γεγονότα άρχισαν να απειλούν την θέση της γεωγραφίας. Για να το αντιμετωπίσουν αυτό οι γεωγράφοι άρχισαν να χρησιμοποιούν νέες μεθόδους ξεκινώντας έτσι την ποσοτική επανάσταση.
Οι γεωγράφοι ξεκίνησαν υιοθετώντας επαγωγικές στατιστικές τεχνικές (inductive statistical techniques) και θεωρητικά μοντέλα και θεωρίες. Οδηγήθηκαν σε μια αυξανόμενη χρήση στατιστικών τεχνικών και ειδικότερα πολλών μεταβλητών ανάλυσης με την χρήση υπολογιστών στην γεωγραφική έρευνα. Επιπλέον υιοθέτησαν μεθόδους που αποτέλεσαν δέσμη των μαθηματικών τεχνικών. Ακολουθώντας αυτή την πορεία οι γεωγράφοι/ επαναστάτες, το 1956 γίνεται η πρώτη σειρά μαθημάτων στις στατιστικές σε ένα αμερικανικό τμήμα γεωγραφίας.
Μέσα από την παραπάνω διαδικασία η ιδιογραφική (ιδιοσυγκρατική) γεωγραφία που ασχολούνταν με την περιγραφή, την καταλογογράφηση, την οριοθέτηση και την τοπική διαφοροποίηση μετατοπίστηκε σε μία νομοθετική (κανονιστική) γεωγραφία που αποκρυσταλλώθηκε ως χωρική επιστήμη (Spatial science). Ακόμη η ποσοτική επανάσταση αύξησε σε μεγάλο βαθμό την αξία των μεταβλητών ανάλυσης και των οικονομετρικών μεθόδων. Τέλος, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 συγκροτήθηκε ένα δίκτυο που ένωσε τους ποσοτικούς ερευνητές και τα τμήματα της γεωγραφίας σε δύο νέα σύνολα γεωγραφικών πρακτικών που περιλάμβαναν την μηχανογράφηση και την μελέτη και την εφαρμογή των σύνθετων στατιστικών και ποσοτικών μεθόδων (Quantitative Research Methodology). Δημιουργείται δηλαδή η Νέα Γεωγραφία (New Geography) μέσα από μία νεο-θετικιστική στροφή.
Η νέα γεωγραφία που προέκυψε μέσα από την επανάσταση σταθεροποιήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60. Η επιστήμη αυτή χαρακτηρίστηκε από κάποια στοιχεία που την έκαναν να ξεχωρίζει και να απομακρυνθεί από το περιθώριο. Ακολούθησε την τυπική θεωρία δανεισμού και  κλοπής θεωριών από πέντε τουλάχιστον πηγές που βρίσκονται έξω από την γεωγραφία, όπως η Νευτώνεια φυσική, τα νεοκλασικά οικονομικά (Neoclassical Economics) και η αστική κοινωνιολογία (Urban sociology). Επιπλέον, χρησιμοποιεί ολοένα και πιο εξελιγμένες στατιστικές και μαθηματικές μεθόδους. Επίσης, εξαρτάται από την μηχανογράφηση. Άρχισε η ευρεία χρήση των υπολογιστών και στα μέσα της δεκαετίας του ΄60, οι υπολογιστές είχαν μεγάλη σημασία για την γεωγραφία. Ακόμη άνοιξε μία νέα επαγγελματική και κοινωνική δομή, αφού στην ποσοτική επανάσταση συμμετείχαν νέοι άνθρωποι, φιλόδοξοι και φοιτητές. Τέλος, ανέδειξε μία εναλλακτική και θεσμική αιτιολόγηση για τον θετικισμό της γεωγραφικής έρευνας.
Η επίδραση της ποσοτικής επανάστασης δεν είναι η ίδια η επανάσταση αλλά τα αποτελέσματα που είχε στον χώρο της γεωγραφίας και των επιστημών γενικότερα. Η ποσοτική επανάσταση βελτίωσε με τις τεχνικές και τα μέσα μέτρησης και ταξινόμησης των γεωγραφικών φαινομένων όμως υποβάθμισε την αξία της πληροφορίας που περιέχουν, δηλαδή ένας ποσοτικός γεωγράφος θα κρατήσει μόνο το ελάχιστο τμήμα που ικανοποιεί το μαθηματικό μοντέλο του. Οι ποσοτικοί γεωγράφοι στηρίζουν την ανάλυση τους σε καθαρά οικονομικούς παράγοντες. Ο άνθρωπος έχει στόχο την  μεγιστοποίηση της σχέσης του χώρου με την οικονομική δραστηριότητα (homo economicus).
Μέχρι την δεκαετία του ΄70 η ποσοτική επανάσταση επιβραδύνθηκε από τους εξέχοντες ερευνητές των ποσοτικών μεθόδων και άρχισε να επανεξετάζει την σχετικότητα και νομιμότητα των ποσοτικών τεχνικών. Επιπλέον, προέκυψαν τρεις σχολές σκέψης που λειτούργησαν ως κριτικές. Αυτές είναι ο δομισμός, ο ανθρωπισμός και ο συμπεριφορισμός. Η συμπεριφοριστική (behaviour) γεωγραφία επιδίωξε να εισάγει τους ανθρώπους στα υπάρχοντα μοντέλα και να εξετάσει την ανθρωπότητα ως στατικό φαινόμενο. Η ανθρωπιστική (humanistic) γεωγραφία προσπάθησε να τοποθετήσει τους ανθρώπους και τις εμπειρίες τους στο κέντρο του πειθαρχήματος. Χρησιμοποίησε πολλές ανθρωπιστικές τεχνικές όπως η ανάλυση πηγών και η χρήση κειμένων και της λογοτεχνίας. Τέλος, η δομιστική (structuralist) γεωγραφία αναγνώριζε ότι ορισμένες από τις κοινωνικοχωρικές σχέσεις και συνθήκες είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας παραγωγής. Έτσι λοιπόν οι τρείς κυρίαρχες προσεγγίσεις αποτελούν μία θεμιτή συλλογή των ποσοτικών ερευνητικών μεθόδων. Η ποσοτική επανάσταση άσκησε επιδράσεις στον φυσικό και οικονομικό τομέα και την αστική γεωγραφία. Επιπλέον, άλλαξε την δομή πολλών τμημάτων γεωγραφίας.
Στο τέλος της δεκαετίας του ΄70 η λαβή της ποσοτικής επανάστασης στο πειθάρχημα (discipline) χαλάρωσε. Αυτό συνέβη γιατί δημιουργήθηκε ένας διαφορετικός κόσμος, πιο ανήσυχος και λιγότερο αθώος. Τα προβλήματα που θέτονταν στις συζητήσεις σχετίζονταν με την ένδεια, τα αστικά δικαιώματα, το περιβάλλον, το κοινωνικό φύλο (Social construction of gender difference), την φυλετική ισότητα, τον  πόλεμο και τον  Tρίτο Kόσμο όπου έδειχναν την ανασφάλεια και έβλεπαν τον άνθρωπο και στις υπόλοιπες διαστάσεις του. Η ποσοτική επανάσταση ήταν ανίκανη να τα εξετάσει. Η κυριαρχία της ποσοτικής διάστασης σύντομα τέθηκε σε αμφισβήτηση στο βαθμό που είχε αρχίσει η στροφή (πολιτισμική στροφή- cultural turn) προς νέες επιστημονικές κατευθύνσεις, στροφή που οδήγησε σε μία κοινωνική-περιβαλλοντική επανάσταση. Κάποιοι κριτικοί υποστηρίζουν ότι η ποσοτική επανάσταση αφαίρεσε  την ανθρώπινη διάσταση από μία επιστήμη που υπερηφανεύτηκε ότι μελέτησε τον ανθρώπινο και φυσικό κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Παρόλα αυτά η ποσοτική επανάσταση παραμένει ένα από τα ορόσημα της πρόσφατης ιστορίας της γεωγραφίας και είναι ένα από τα στηρίγματα των ιδιογραφικών μελετών.

Πηγές
1. Benjamin L. Saitluanga, Quantitative revolution in Geography/Geography as a spatial organization
2. Quantitative revolution
3. «Quantitative Revolution»: Derek Gregory, Ron Johnston, Geraldine Pratt, Michael J.Watts and SarahWhatmore (eds.), The Dictionary of Human Geography, 5th Edition, John Wiley & Sons, Ltd., 2009, σ.σ, 611-612.

Εργασία για το μάθημα «Ανθρωπογεωγραφία ΙΙ — Θεματικές Περιοχές», των:  Μαρίας Κουρδούμη, ΣΤ’ εξάμηνο και Στέλλας Κυριάκου, Η’ εξάμηνο, Ιούνιος 2012.

Κι αν ημετανάστευση άλλαζε στρατόπεδο ;

©-ΑνθρωποΓεωγραφίες

The Uninvited: Refugees at the Rich Man’s Gate (Οι Απρόσκλητοι: Πρόσφυγες στην Πόρτα του Πλούσιου)

Βιβλιοπαρουσίαση της Θεοπίστης-Ελένης  Πασχαλάκη, 7ο εξάμηνο, Νοέμβριος 2010.

Το βιβλίο προσπαθεί να ρίξει φως  στις ελάχιστα γνωστές ζωές και στους κόσμους αυτών που προσπαθούν να κρυφτούν από τους προβολείς της αστυνομίας σε κάποια Ιταλικά λιμάνια , αυτών που ρίχτηκαν από λαθρέμπορους στη θάλασσα , όταν οι δεύτεροι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την αστυνομία, αυτών που πέθαναν από ασφυξία μέσα σε φορτηγά κάτω από τη Μάγχη ή που πέθαναν από  δίψα προσπαθώντας να περάσουν τη Σαχάρα.
Ιστορίες , που ο συγγραφέας γνώρισε κατά τις συνεντεύξεις μεταναστών  και προσφύγων στο  Μαρόκο, την Ισπανία, την Ιταλία, το Κοσσυφοπέδιο, την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας  και στην  Αλβανία, ώστε να γίνουν  κατανοητές οι δυσκολίες που οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζουν  για να καταφέρουν να περάσουν τις πύλες και τείχη του φρουρίου «Ευρώπη». Λόγοι που σπρώχνουν τους ανθρώπους στη μετανάστευση, είναι η ανεργία, η ακραία φτώχεια , τα  ολοκληρωτικά πολιτικά καθεστώτα. Τα δίκτυα διακίνησης λαθρομεταναστών, που συχνά συνδέονται με οργανώσεις τύπου μαφίας, αποτελούν τον κυριότερο  τρόπο για να εισέλθουν στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τη μια οι οικονομικοί μετανάστες  που θέλουν να βελτιώσουν τη ζωή τους   κι από την άλλοι οι  αιτούντες άσυλο  πρόσφυγες.
Κατέγραψε   πολυάριθμες μαρτυρίες των μεταναστών  στο Κέντρο Προσφύγων Calamocarro Center στην Ceuta. Παρόλο που η ισπανική αστυνομία περιπολεί  στα τείχη γύρω από τη Ceuta, είναι  εντυπωσιακό το θάρρος των μεταναστών από την Αφρική και η δύναμη της θέλησης τους, ώστε τα τείχη να αποδεικνύονται  αναποτελεσματικά για την πρόληψη της εισόδου τους. Η Ιταλία και η Ισπανία είναι δύο από τα πιο σημαντικά σημεία εισόδου στην Ευρώπη για παράνομους μετανάστες και επομένως υπόκεινται σε πολύ στενή και αυστηρή παρακολούθηση.   Για εκείνους που προέρχονται από τη Δυτική Αφρική, υπάρχουν δύο κύριοι άξονες της μετανάστευσης, οι οποίοι ελέγχονται από λαθρέμπορους: ο δυτικός άξονας, μέσω του οποίου οι άνθρωποι φτάνουν στη Ceuta ή τη Melilla και στη συνέχεια επιχειρούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο, και ο ανατολικός μέσω της Λιβύης και της Τουρκίας ή του Λίβανου, πριν επιχειρήσουν να εισέλθουν στην Ευρώπη, παράλληλα με πολυάριθμους Κούρδους,  Κοσοβάρους,  Τούρκους, Ιρακινούς, Αλβανούς, ακόμη και Κινέζους. Πάνω στα σκάφη τόσο της Ισπανικής Guardia Civil όσο και της Ιταλικής  Guardia di Finenza, ο  συγγραφέας έγινε μάρτυρας πολλών περιστατικών.
Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη ,   το ένα αφιερωμένο στους πρόσφυγες και το άλλο στους οικονομικούς  μετανάστες. Το πρώτο περιλαμβάνει την ιστορία των προσφυγικών ρευμάτων στην Ευρώπη από το 1920 μέχρι σήμερα. Επίσης αναλύει τις σημερινές τάσεις σε ό, τι αφορά το άσυλο, τις πολιτικές και τη σταδιακή απώλεια της σημασίας των προγραμμάτων όπως το πρόγραμμα μετεγκατάστασης των προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας.    Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο Ganding συζητά τη σημασία των εμβασμάτων για τις οικονομίες των χωρών αποστολής, αναλύει τους κύριους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι μεταναστεύουν και προχωράει στην   παροχή στατιστικών στοιχείων που αφορούν τις νέες μορφές φτώχιας   και του κοινωνικού αποκλεισμού , την   αύξηση του επιπέδου των εθνοτικών συγκρούσεων  και μια τάση  εμφάνισης ρατσισμού  και εχθρικής συμπεριφοράς εκ μέρους των αυτόχθονων πληθυσμών.
Η βασική κριτική που ασκείται στο βιβλίο   είναι για το ότι δεν προτείνονται  συγκεκριμένες λύσεις  που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος. Ωστόσο, τονίζεται η ανάγκη να ενισχυθεί η συνεργασία με τις χώρες προέλευσης των οικονομικών μεταναστών, προκειμένου να ξεπεραστεί η κατάσταση αυτή και να σχεδιαστούν ρεαλιστικές πολιτικές που να αποσκοπούν στην προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης.  Η απομόνωση των μεταναστών σίγουρα δεν θα δώσει λύση στο πρόβλημα.
Το βασικό πλεονέκτημα αυτού του βιβλίου  είναι η  προσεκτική ανάλυση της εξέλιξης της Ευρώπης στην οποία ζούμε σε ό,τι αφορά το ρόλο της ως φιλοξενούσας  κοινωνίας για  μετανάστες.  Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ζήτημα  των πολιτικών μετανάστευσης σε επίπεδο ΕΕ,   η βιωσιμότητα της σημερινής διωκτικής πολιτικής  των μεταναστευτικών ροών είναι αμφισβητήσιμη, και μπορεί, μακροπρόθεσμα, να οδηγήσει σε μια κατάσταση πολύ πιο δυσεπίλυτη.  Αντιμετωπίζουμε σήμερα υψηλότερα ποσοστά θανάτου, την ποινικοποίηση των παράνομων προσώπων, τον αποκλεισμό των μεταναστών, την ενίσχυση των εγκληματικών δικτύων που ωφελούνται από τη σημερινή κατάσταση και την καταστροφή του κοινωνικού ιστού των κοινωνιών μας.

Ο συγγραφέας Jeremy Harding, είναι μέλος του London Review of Books
Έχει γράψει τα βιβλία:
Small Wars, Small Mercies: Journeys in Africa’s Disputed Nations
-The Uninvited: Refugees at the Rich Man’s Gate, το οποίο αρχικά δημοσιεύτηκε στην LRB και τιμήθηκε με το βραβείο δημοσιογραφίας Martha Gellhorn (2001)
Mother Country, 2006

©-ΑνθρωποΓεωγραφίες

μεγαλώστε τον χάρτη

μεγαλώστε τον χάρτη

.
Ο όρος «Τρίτος Κόσμος», πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Γάλλο δημογράφο, ανθρωπολόγο και ιστορικό  Alfred Sauvy, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό L’Observateur, στις 14 Αυγούστου 1952, για να προσδιορίσει εκείνη την ομάδα χωρών που, κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δεν ευθυγραμμίστηκαν επίσημα με τις ΗΠΑ ή την Σοβιετική Ένωση, συμπεριλάμβανε δηλαδή χώρες που βρίσκονταν σε στρατηγική και πολιτική ουδετερότητα απέναντι στις μείζονες Δυνάμεις και ειδικά τις ΗΠΑ και την Σοβιετική Ένωση. Δεν είχαν οπωσδήποτε καπιταλιστικό ή σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα.
Στον πυρήνα της έννοιας του «Τρίτου Κόσμου» ήταν η δημιουργία ενός Τρίτου Πόλου απέναντι στους άλλους δύο και α αναζήτηση ενός τρίτου δρόμου για την ανάπτυξη στις χώρες αυτές. Αρχικά, ή έννοια Τρίτος Κόσμος, είχε ένα υποτιμητικό περιεχόμενο, και τούτο γιατί οι χώρες αυτές είχαν ανύπαρκτες υποδομές, ασήμαντο εκπαιδευτικό και υγειονομικό σύστημα, ασήμαντα φορολογικά έσοδα, ασήμαντο εξωτερικό εμπόριο, ανύπαρκτη τεχνολογία  κλπ. Για τους λόγους αυτούς έπρεπε, υποτίθεται, οι χώρες αυτές να καθοδηγούνται από κυβερνήσεις οι οποίες είχαν συχνά στενούς δεσμούς με την αποικιοκρατική (πρώην)μητρόπολη, αλλά και από στρατιωτικό προσωπικό προερχόμενο από τον πρώτο και τον δεύτερο κόσμο.
Άλλοι μελετητές, κατά την δεκαετία του 1970, πρότειναν έναν ορισμό του Τρίτου Κόσμου, σύμφωνα με τον οποίον η Τριτοκοσμική χώρα ορίζεται από το γεγονός ότι δέχεται «ξένη βοήθεια». Η οπτική αυτή σήμαινε ότι ο Τρίτος Κόσμος είναι συνώνυμος του «ζητιάνου», οι χώρες ζουν σε απόλυτη φτώχεια , ενώ οι κυβερνήσεις των χωρών του Τρίτου Κόσμου δεν κάνουν απολύτως τί
ποτε για να βγάλουν τους λαούς τους από την κατάσταση αυτή και να τους οδηγήσουν στην ανάπτυξη. Το βέβαιο είναι ότι μεγάλες περιοχές του Τρίτου Κόσμου χρησιμοποιήθηκαν ως πεδία μάχης μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίες δεν ήθελαν τον πόλεμο στα δικά τους εδάφη. Τέλος, άλλες θεωρίες πρότειναν την μετονομασία του Τρίτου Κόσμου σε «Κόσμο των 2/3», λόγω του ότι οι λαοί αυτοί αντιπροσωπεύουν πληθυσμό περισσότερο από τα 2/3 του πλανήτη και μάλιστα τα φτωχότερα 2/3.
Ο πρώτος πρωθυπουργός των ανεξάρτητων Ινδιών, ο Νεχρού, υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία της ομάδας αυτών των χωρών του «Τρίτου Κόσμου». Ο ίδιος έπαιξε σημαντικό ρόλο και στο λεγόμενο «Κίνημα των Αδεσμεύτων». [Δείτε εδώ: Οι χώρες μέλη του «Κινήματος των Αδεσμεύτων») και τα Πρώην Μέλη]. Η πρώτη σύνοδος των χωρών του «Τρίτου Κόσμου», η «Αφρο-Ασιατική Σύνοδος» γνωστή και ως Σύνοδος του Bandung, συνήλθε στο Bandung της Ινδονησίας το 1955. Μετείχαν 29 Ασιατικές και Αφρικανικές χώρες, οι περισσότερες των οποίων είχαν μόλις κατακτήσει την ανεξαρτησία τους. Η σύνοδος οργανώθηκε από την Ινδονησία, την Μπούρμα (Βιρμανία), το Πακιστάν, την Κεϋλάνη και την Ινδία. Η Σύνοδος (17-24 Απριλίου 1955) υπήρξε πρόδρομος της συγκρότησης του «Κινήματος των Αδεσμεύτων».

Οι χώρες που μετείχαν στην Αφρο-Ασιατική Σύνοδο στο Bandung της Ινδονησίας το 1955. Η Σύνοδος υπήρξε πρόδρομος του "Κινήματος των Αδεσμεύτων". Μετείχαν 29 χώρες, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το μισό του παγόσμιου (τότε) πληθυσμού.(μεγαλώστε τον χάρτη)

Στόχοι της Συνόδου: η προώθηση της οικονομικής και πολιτιστικής συνεργασίας μεταξύ των αφρο-ασιατικών χωρών, ώστε να μπορούν να αντιπαρατεθούν στην αποικιοκρατία ή την νεο-αποικιοκρατία των ΗΠΑ, της Σοβιετικής Ένωσης και άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών. Η σύνοδος υπήρξε ένα σημαντικό βήμα στην αποκρυστάλλωση του «κινήματος των Αδεσμεύτων». Μια από τις ιδέες που πρυτάνευσαν στην Σύνοδο ήταν να υποχρεώσουν τις Δυτικές δυνάμεις να τους συμβουλεύονται ειδικά για ζητήματα σχετικά με τις εντάσεις του Ψυχρού Πολέμου (1946-1989), τον ρόλο της Γαλλίας, που ακόμη διατηρούσε τις αποικίες της στην Βόρεια, Δυτική και Κεντρική Αφρική, την διαμάχη Ολλανδίας-Ινδονησίας για την Νέα Γουινέα κλπ. Άλλα ζητήματα αφορούσαν την σοβιετική πολιτική επιρροή στην Κεντρική Ευρώπη και την Ασία, και γενικότερα με την αποικιοκρατία υπό οποιαδήποτε μορφή της. Η Κίνα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Σύνοδο, και κατάφερε να προσεγγίσει τα άλλα Ασιατικά κράτη.
Από την Σύνοδο προέκυψε μια διακήρυξη δέκα σημείων, για την προώθηση της διεθνούς ειρήνης και συνεργασίας (σημεία που περιλαμβάνοντας άλλωστε και στην Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών):
1.-Σεβασμός των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των αρχών της Χάρτας του ΟΗΕ.
2.-Σεβασμός της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των χωρών.
3.-Αναγνώριση της ισότητας όλων των φυλών και όλων των εθνών, μικρών και μεγάλων.
4.-Αποχή από παρεμβάσεις και μη-ανάμειξη στα εσωτερικά άλλων χωρών.
5.-Σεβασμός του δικαιώματος κάθε χώρας στην αυτοάμυνα.
6.-Αποχή από τη χρήση στρατιωτικών μέσων που θα εξυπηρετούσαν με οποιοδήποτε τρόπο τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, όπως επίσης και αποχή κάθε χώρας από την άσκηση πίεσης σε οποιαδήποτε άλλη.
7.-Αποχή από πράξεις και χρήση βίας ή απειλή χρήσης βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας άλλης χώρας.
8.-Διευθέτηση κάθε διεθνούς διαμάχης με ειρηνικά μέσα, όπως διαπραγματεύσεις, συμβιβασμό, διαιτησία, δικαστική διαδικασία και λοιπούς ειρηνικούς τρόπους της επιλογή των αντιμαχομένων χωρών, σύμφωνα πάντα και με την χάρτα του ΟΗΕ.
9.-Προώθηση των κοινών συμφερόντων και της συνεργασίας μεταξύ των χωρών.
10.-Σεβασμός της δικαιοσύνης και των διεθνών τους υποχρεώσεων.
Η τελική διακήρυξη της Συνόδου του Bandung υπογράμμιζε την ανάγκη των αναπτυσσόμενων χωρών να χαλαρώσουν την οικονομική τους εξάρτηση από τις κυρίαρχες βιομηχανοποιημένες χώρες, μέσα από την ανταλλαγή εμπειρογνωμόνων, τεχνογνωσίας, βοήθειας για κατάρτιση σε τοπικό επίπεδο, εγκατάσταση ερευνητικών και τεχνολογικών ινστιτούτων κλπ. Οι ΗΠΑ δεν μετείχαν επίσημα, έστειλαν όμως χαμηλόβαθμο αξιωματούχο για υπεραμυνθεί της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Οι χώρες μέλη του Κινήματος των Αδεσμεύτων το 2009. Με ανοιχτό μπλέ, οι χώρες παρατηρητές. (μεγαλώστε τον χάρτη)

Μετά την σύνοδο του Bandung ακολούθησαν και άλλες, σε άλλες πρωτεύουσες. Ωστόσο, στα μεταγενέστερα χρόνια, οι διαμάχες μεταξύ των αδεσμεύτων υπονόμευσαν εν μέρει την μεταξύ τους αλληλεγγύη, έτσι όπως είχε αρχικά εκφραστεί στο Bandung. Η Σύνοδος του 2005, για να τιμηθούν τα 50 χρόνια του «κινήματος των Αδεσμεύτων», έγινε και πάλι στο Bandung.
Παρ’όλο που το «κίνημα» αρχικά περιελάμβανε τις πιο φτωχές χώρες, στην συνέχεια επεκτάθηκε και στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, με αποτέλεσμα στην ομάδα των «αδεσμεύτων» να ανήκει το 85% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου. Εντούτοις, η ομάδα των «αδεσμεύτων» εξακολουθεί να μην ξεπερνά το 7% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

Το κείμενο βασίστηκε σε σημειώσεις από το μάθημα «Ανθρωπογεωγραφία-ΙΙ» της Μ.Θεοχαροπούλου

©-ΑνθρωποΓεωγραφίες