Με αφετηρία την best seller ομώνυμη αυτοβιογραφία του Ιρλανδού μετανάστη Frank McCourt (19 Αυγούστου 1930-19 Ιουλίου 2009), οι  «Στάχτες της Άντζελα», η ταινία του Alan Parker (1999) παρακολουθεί τον νεαρό Frankie και την οικογένειά του καθώς προσπαθούν να ξεφύγουν από την ενδημική φτώχεια του προπολεμικού Limerick. Στην ταινία, όπως και στο βιβλίο έχουν κρατηθεί τα πραγματικά ονόματα των ηρώων.

Η ταινία αρχίζει το 1935 με την οικογένεια στο Μπρούκλιν. Ύστερα από το θάνατο μιας από τις αδελφές του Frankie,  βρέφους ακόμη, επιστρέφουν στην Ιρλανδία, για να βρουν μια  κατάσταση ακόμα χειρότερη.

(μεγαλώστε)

Στο βιβλίο, ο προτεστάντης πατέρας του Frankie, αφού είχε υπηρετήσει στον IRA, έφυγε για την Αμερική, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την καθολική Angela Sheehan, από το επίσης καθολικό και «επαρχιώτικο» Limerick της Ιρλανδίας.  Η Angela γεννάει το ένα παιδί μετά το άλλο, τα οποία είναι στο θρήσκευμα καθολικά.

Το ένα πέθανε βρέφος ακόμη, άλλα δύο δίδυμα πέθαναν από πνευμονία. Οι συγγενείς κανονίζουν την επιστροφή της οικογένειας στην Ιρλανδία.. Τα στοιχειωμένα απομνημονεύματα του Frank McCourt κέρδισαν το Pulitzer.

Ζητείται βοήθεια – Δεν μας χρειάζονται Ιρλανδοί (μεγαλώστε)

Η ταινία εξιστορεί σκηνές από την παιδική ηλικία του συγγραφέα αρχικά στην Νέα Υόρκη και ύστερα το Limerick στην Ιρλανδία. Ο McCourt εικονογραφεί μια βάναυση και οδυνηρή εικόνα των παιδικών χρόνων του, όταν το φαγητό σπάνιζε στο τραπέζι, και τα παιδικά μποτάκια και τα παλτά ήταν πολυτέλεια.

ο Frankie, λίγο πριν τον δείρει ο δάσκαλος (μεγαλώστε)

Με μια μελωδική ιρλανδική φωνή που καλύπτει με ένα συχνά ευγενές αλλά και πικρό χιούμορ το άφατο, ο συγγραφέας θυμάται τον αλκοολικό, δύστροπο αλλά και αξιαγάπητο πατέρα του, που έπινε μονίμως τα λίγα χρήματα που είχε η οικογένεια. Εξιστορεί την απώλεια των αδελφών του από την ασθένεια και την πείνα, μιλά για την υπερήφανη μητέρα του,  που αναγκάζεται να ζητιανεύει, περιγράφει τη δυσωδία των λυμάτων έξω από τη είσοδο του σπιτιού.

Μία απί τις αφίσες της ταινίας (μεγαλώστε)

Καθώς ο McCourt φτάνει στην εφηβεία, ανακαλύπτει την ντροπή της φτώχειας μαζί με τη μαγεία του Shakespeare, τα μυστήρια του φύλου και το φλερτ με το θάνατο, αλλά και την πανίσχυρη ιρλανδική καθολική εκκλησία που δεν συγχωρεί. Πρόκειται για μια δυνατή και συνάμα σπαρακτική ωδή στην ανθεκτικότητα και την αποφασιστικότητα της νιότης.

πηγές-σημειώσεις :
– παρόμοιο κλίμα στα πολυάριθμα βιβλία του Archibald Joseph Cronin (19 Ιουλίου1896–6 Ιανουαρίου 1981) και της Betty Smith (Elisabeth Wehner, 15 Δεκεμβρίου 1896- 17 Ιανουαρίου 1972). Κάποια από αυτά έγιναν ταινίες. Η Betty Smith δημοσίευσε το 1943 το: A Tree Grows In Brooklyn, και το 1945 ο Elia Kazan το έκανε ταινία.

Short Link: http://wp.me/pcPJ9-So

«Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα», με τον Στέλιο Κούλογλου

Γκασταρμπάιτερ: οι φιλοξενούμενοι εργάτες. Μια λέξη που ακόμη και σήμερα πληγώνει. Όταν οι νότιοι ήταν και πάλι τα «γουρούνια» της Ευρώπης

Το «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» ακολουθεί την πορεία των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία και από εκεί πίσω στην Ελλάδα, καταγράφοντας τις καλές και τις κακές στιγμές της, ενώ προσπαθεί να δώσει απαντήσεις για τα πολιτικά παιχνίδια που παίχτηκαν σε βάρος τόσο των ιδίων των μεταναστών όσο και της ίδιας της χώρας. Ένα δίωρο αφιέρωμα μνήμης, για να μην λησμονούμε ότι κάποτε μετανάστες ήταν οι Έλληνες.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αλλά και ο Εμφύλιος που ακολούθησε άφησαν την Ελλάδα να αιμορραγεί. Φτώχεια, ανεργία και κοινωνική ανασφάλεια  συνθέτουν το σκηνικό της Ελλάδας της δεκαετίας του ’50.  Οι νέοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν την ελληνική ύπαιθρο αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στο εξωτερικό.
Ήταν τότε που η Γερμάνια, προσπαθώντας να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της ήττας της, άνοιξε τις πόρτες της στο Νότο. Το 1960 υπογράφεται η ελληνογερμανική συμφωνία «Περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών στη Γερμανία». Αν και το 1958 η Γερμανία προτείνει την εγκατάσταση εργοστασίων στον ελληνικό χώρο με την υποχρέωση αυτά να απασχολούν αποκλειστικά Έλληνες, η Ελλάδα αποφασίζει να θυσιάσει την εκβιομηχάνιση της στο βωμό του συναλλάγματος, ξεπουλώντας το πλέον παραγωγικό εργατικό δυναμικό που διαθέτει. «Η μετανάστευση είναι ευλογία Θεού δια τον τόπο» θα δηλώσει τότε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Η μεγάλη έξοδος αρχίζει. Μόνο τότε περισσότεροι από 400.000 «τεμάχια» εργάτες παίρνουν τον δρόμο της ξενιτιάς. «Τεμάχια» τους χαρακτηρίζουν οι Γερμανοί εργοδότες, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις έρχονται αυτοπροσώπως να τους διαλέξουν.  «Η κατάσταση αυτή θύμιζε σκηνές από το σκλαβοπάζαρο στην Αφρική, όπου στέκονται οι σκλάβοι στη σειρά και έρχονται τα αφεντικά, τους εξετάζουν και λένε θα πάρω αυτόν και αυτόν» δηλώνει στο φακό του «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» ο Χάνς Γιορκ Έκχαρντ, επικεφαλής, τότε,  του γραφείου Μεταναστεύσεως της Θεσσαλονίκης.
Στα κατά τόπους γραφεία Μεταναστεύσεως οι ουρές είναι ατελείωτες. Οι υποψήφιοι μετανάστες πουλούν ακόμη και την τελευταία κατσίκα τους για να κατεβούν στις μεγαλουπόλεις και να υπογράψουν ένα συμβόλαιο εργασίας για να φύγουν. Οι Γερμανοί γιατροί τους περνούν από ψιλό κόσκινο για να είναι ολόγεροι και οι Έλληνες υπάλληλοι των γραφείων τους περνούν επίσης από ψιλό κόσκινο για να μην είναι… αριστεροί. «Την άνοιξη του ’64, με άλλους 3 φίλους, περάσαμε από εξέταση από την γερμανική επιτροπή. Μετά από 3 μήνες οι φίλοι μου πήραν το πράσινο φως για τη Γερμανία. Εγώ όχι. Η αιτία ήταν πως ο πατέρας μου είχε αριστερό… πλευρίτη», θυμάται ο Χρήστος Πλιάκας, που συνεχίζει να ζει στο Μόναχο. Βουλευτές και παπάδες προσπαθούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια αλά ελληνικά, η γερμανική λογική όμως είναι διαφορετική.
Οι σκηνές του αποχωρισμού τραγικές. Μητέρες που λίγα χρόνια πριν έκρυβαν τα παιδιά τους σε θάμνους για να τα προστατέψουν από τις βόμβες των Ναζί, τους δίνουν τώρα την ευχή τους για να φύγουν για τη Γερμανία. Ανδρόγυνα χωρίζονται, παιδιά μένουν πίσω.. «Η γιαγιά ζωγράφιζε ένα χεράκι πάνω στο γράμμα, να μας δείξει πόσο μεγάλωσε το παιδί. Κάποιες φωτογραφίες που και πού παίρναμε. Με αυτά παρηγορούμασταν», θυμάται η Ελένη Τσακμάκη, μετανάστρια της 1ης γενιάς και επιτυχημένη συγγραφέας πια στη Γερμανία.
Το ταξίδι αρχίζει. Ο «Κολοκοτρώνης», ένα σαπιοκάραβο που μπάζει νερά ξεκινάει από τον Πειραιά και πιάνει λιμάνι στο Πρίντεζι. Από εκεί οι Έλληνες μετανάστες στοιβάζονται σε τρένα με προορισμό το Μόναχο. Στα μπαγκάζια τους έχουν φορτώσει τα όνειρα τους  για μια καλύτερη ζωή. Στο σταθμό του Μονάχου προσγειώνονται στην σκληρή πραγματικότητα της ξενιτιάς. Οι Γερμανοί που είχαν την ρομαντική εικόνα των Ελλήνων της αρχαίας Ελλάδας έρχονται επίσης αντιμέτωποι με μια διαφορετική πραγματικότητα. «Αυτοί φανταζόντουσαν τους Έλληνες ας πούμε σαν κάτι το εξωγήινο. Κι όταν ήρθαν εδώ  και τους είδαν ρακένδυτους, γκρεμίστηκε το είδωλό τους», λέει ο Χαράλαμπος Ζαμάνης, που ζει σχεδόν 50 χρόνια στη Γερμανία.
Η ζωή στα χάιμ. Δωμάτια ή παράγκες μέσα ή κοντά στο εργοστάσιο στα οποία μένουν 4 έως 8 άτομα. «Τέτοια χάιμ που μένανε οι μετανάστες, υπήρχανε και στα παλιά στρατόπεδα συγκεντρώσεων ακόμα. Οι παράγκες δηλαδή των κρατουμένων, είχανε γίνει σπίτια για τους μετανάστες», σημειώνει ο Γιώργος Μαντζουράνης, συγγραφέας και δημοσιογράφος που έζησε και μελέτησε τη μετανάστευση όσο κανένας άλλος.
Οι φάμπρικες της Γερμανίας και των ανθρακωρυχείων οι στοές είναι σκληρές. «Δουλεύαμε και κλαίγαμε», θυμάται η Μαριάνθη Ζάχαρη που ξενιτεύτηκε στα 17 της για να δουλέψει σ ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε τηλεοράσεις. «Όταν πρωτοκατεβήκαμε κάτω μας ήταν πολύ δύσκολο Την πρώτη νύχτα δεν κοιμήθηκα, γιατί  σκεφτόμουν εκείνα τα μηχανήματα που κόβανε το κάρβουνο και έλεγα από εδώ δεν θα βγω ζωντανός», διηγείται ο Γιώργος Μιχαηλίδης που εργαζόταν στα 1.100 μέτρα κάτω από τη γη, στο ανθρακωρυχείο του Essen.

Short Link: http://wp.me/pcPJ9-Oj

Το Μάρτιο του 1998, λιγότερο από μια βδομάδα μετά την τελευταία υποτίμηση της δραχμής, η κοινοτική αρχή στο Παλαιό Κεραμίδι, ένα χωριό στο νομό Πιερίας, απαγόρευσε την κυκλοφορία των Αλβανών μεταναστών μετά τη δύση του ηλίου. Η συνέχεια επί της οθόνης…

σημ.: Τῷ καιρῷ ἐκείνω ο Σ.Κούλογλου μου είχε δώσει το ντοκυμανταίρ αυτό σε βιντεοκεσέτα, για να το δείξω στους φοιτητές μου. Αργότερα το μετέτρεψα σε DVD, και συνεχίζω να το δείχνω…

Short Link: http://wp.me/pcPJ9-O7

Violent August: The 1918 Anti-Greek Riots in Toronto – Documentary Film

Août Violent: Les Émeutes anti-Grec à Toronto en 1918 – Film Documentaire

Μια ζεστή νύχτα του Αυγούστου, όχι και τόσο πολύ καιρό πριν και για τις επόμενες τέσσερις συνεχόμενες νύχτες, οι καλοί πολίτες του Τορόντο «τα πήραν» και πυροδότησαν τη μεγαλύτερη εξέγερση στην ιστορία της πόλης και μία από τις μεγαλύτερες ανθελληνικές ταραχές στον κόσμο.
Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί τους Έλληνες; Ποιες ήταν οι συνέπειες; Γιατί, μέχρι σήμερα, αυτό το απίστευτο περιστατικό έχει ξεχαστεί;
Η ταινία «Βίαιος Αύγουστος» ενσωματώνει λεπτομερείς συνεντεύξεις με ιστορικούς αλλά και μέλη των οικογενειών των πληγέντων, διερευνά τα αίτια της εξέγερσης και εξιστορεί τα γεγονότα με κάθε λεπτομέρεια. Χρησιμοποιεί πραγματικές φωτογραφίες αρχείου, δημοσιεύματα εφημερίδων και επίκαιρο υλικό αναπαράστασης και ξαναζωντανεύει ανθρώπους, τόπους και γεγονότα.

Η ταινία «Βίαιος Αύγουστος» αποκαλύπτει τις κοινωνικές συνθήκες και τα κίνητρα των εξαγριωμένων βετεράνων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που ξεκίνησαν τις ταραχές και τη θέση της μικρής κοινότητας των Ελλήνων μεταναστών και εστιατόρων, που άθελά τους υπήρξαν το έναυσμα για τη βία. Η ταινία προσφέρει ένα ισχυρό και συγκλονιστικό παράδειγμα για το πώς ένα φοβερό κλίμα ρατσισμού και αγανάκτησης, μετατράπηκε σε ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί με την παραμικρή πρόκληση.

On a hot August night, not all that long ago and for the next four consecutive nights the good citizens of Toronto went crazy and ignited the largest riot in the city’s history and one of the largest anti-Greek riots in the world.
Why did it happen? Why the Greeks? What were the consequences? Why, until now, has this incredible incident been forgotten? Incorporating detailed interviews with historians and family members of those affected, Violent August explores the causes of the riot and chronicles the events in detail. Using actual archival photos, newspaper reports and representational newsreel footage, the documentary brings the people, places and incidents vividly to life.
Violent August reveals the social conditions and motives of the enraged WW1 veterans who started the riots and the position of the small community of Greek immigrants and restaurant operators who unwittingly became the lightening rod for the violence. The film provides a powerful and shocking example of how a festering climate of racism and resentment became a ticking time bomb primed to explode at the slightest provocation.

Produced, Written and Directed by: John Burry
Associate producer: Lynne Thorogood-Burry
Edited by Pete Raekelboom
FEATURING:
Prof. Thomas Gallant, Chair, Modern Greek History, University of California San Diego
Prof. Yiorgios Anagnostou, Associate Professor, Modern Greek and American Ethnic Studies, Ohio State University.
J.L. Granatstein
celebrated author and military historian.
A BURGEONING COMMUNICATIONS FILM PRODUCED WITH FUNDING FROM THE OMNI INDEPENDENT PRODUCERS FUND.

Άλλες Πηγές — Other Sources — Autres Sources
1.- “The 1918 Anti-Greek Riot in Toronto.”, Synopsis, Thomas W. Gallant, George Treheles, and Michael Vitopoulos
2.- 1918 anti-Greek riot a dark episode in Toronto’s history
3.- The 1918 anti-Greek riot in Toronto: A lecture by Professor Thomas Gallant

Επίσης: Βίαιος Αύγουστος: Τα πογκρόμ εναντίον Ελλήνων μεταναστών στο Τορόντο (1918)
Τον Αύγουστο του 1918 ένα πλήθος 50.000 Καναδών επιδόθηκε για μέρες σε ένα ανελέητο πογκρόμ σε βάρος των Ελλήνων μεταναστών του Τορόντο. Το αποτέλεσμα αυτού του ρατσιστικού πογκρόμ ήταν ο τραυματισμός αρκετών ανθρώπων από κάθε πλευρά, πιθανόν περί τις 50.000  (πολίτες, αστυνομικοί και διαδηλωτές) και υλικές ζημιές 1.000.000 $ Καναδά.

Παρά τα όσα γράφονται από ‘δώ κι από ‘κει, ΝΕΚΡΟΙ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΑΝ.
Οι αφορμές ήταν πολλές. Για χρόνια οι Έλληνες μετανάστες, μικροϊδιοκτήτες και εργαζόμενοι κυρίως στον επισιτισμό (Greek restaurants) αποκαλούνταν από τους ντόπιους «slackers», δηλαδή «τεμπέληδες» επειδή κατά τους ρατσιστές απέφευγαν τις βαριές δουλειές του φορτοεκφορτωτή, του ξυλοκόπου ή του βιομηχανικού εργάτη και δούλευαν σαν μάγειροι, ψήστες, σερβιτόροι ή υπάλληλοι εμπορικών καταστημάτων.
Ακολούθησε μια σειρά από γεγονότα όπως οι καλές σχέσεις του τότε πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου με το Γερμανό Κάιζερ, η ουδετερότητα που τήρησε η Ελλάδα στις αρχές του Α’ παγκοσμίου πολέμου, καθώς  και η άρνηση των Ελλήνων μεταναστών να καταταγούν στον Καναδικό στρατό, που όξυναν τις ρατσιστικές αντιλήψεις σε βάρος τους.
Επιστρέφοντας οι 10.000 χιλιάδες των βετεράνοι Καναδοί από τη σφαγή των χαρακωμάτων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί απ’ αυτούς ανάπηροι και σε άθλια οικονομική κατάσταση, βρήκαν τους Έλληνες μετανάστες που αποτελούσαν το 0,5% του πληθυσμού της πόλης, να ευημερούν έχοντας στην κατοχή τους το 35% των μικρομεσαίων καταστημάτων.
Τον Αύγουστο του 1918, 10.000 βετεράνοι Καναδοί διαδήλωσαν στους δρόμους συνεπικουρούμενοι από 40.000 Καναδούς πολίτες. Οι πολυήμερες διαδηλώσεις συχνά εξετράπησαν σε πογκρόμ σε βάρος μαγαζιών και σπιτιών μεταναστών με την αστυνομία στην καλύτερη περίπτωση θεατή, ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου Καναδοί αστυνομικοί έπαιρναν ενεργά μέρος στο πογκρόμ σε βάρος των Ελλήνων μεταναστών.
Οι μνήμες του ρατσιστικού πογκρόμ της πόλης έχουν μετατραπεί σήμερα σε φιέστα όπου αντί-ρατσιστές συγκεντρώνονται στις συνοικίες των Ελλήνων μεταναστών και τρώνε μαζικά greek souvlaki, tzatziki, mousaka κλπ μεσογειακά εδέσματα.
Οι συγκρίσεις με τα σημερινά πογκρόμ μεταναστών σε Αθήνα και Πάτρα με την ανάλογη στάση της αστυνομίας και κάποιων «πολιτών» είναι αναπόφευκτες.
Για το γεγονός έχει γυριστεί ντοκυμανταίρ με βίντεο από σκληρές εικόνες της εποχής που κυκλοφορεί σε dvd με υπότιτλους στα ελληνικά με τον τίτλο «Violent August».