Με αφετηρία την best seller ομώνυμη αυτοβιογραφία του Ιρλανδού μετανάστη Frank McCourt (19 Αυγούστου 1930-19 Ιουλίου 2009), οι  «Στάχτες της Άντζελα», η ταινία του Alan Parker (1999) παρακολουθεί τον νεαρό Frankie και την οικογένειά του καθώς προσπαθούν να ξεφύγουν από την ενδημική φτώχεια του προπολεμικού Limerick. Στην ταινία, όπως και στο βιβλίο έχουν κρατηθεί τα πραγματικά ονόματα των ηρώων.

Η ταινία αρχίζει το 1935 με την οικογένεια στο Μπρούκλιν. Ύστερα από το θάνατο μιας από τις αδελφές του Frankie,  βρέφους ακόμη, επιστρέφουν στην Ιρλανδία, για να βρουν μια  κατάσταση ακόμα χειρότερη.

(μεγαλώστε)

Στο βιβλίο, ο προτεστάντης πατέρας του Frankie, αφού είχε υπηρετήσει στον IRA, έφυγε για την Αμερική, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την καθολική Angela Sheehan, από το επίσης καθολικό και «επαρχιώτικο» Limerick της Ιρλανδίας.  Η Angela γεννάει το ένα παιδί μετά το άλλο, τα οποία είναι στο θρήσκευμα καθολικά.

Το ένα πέθανε βρέφος ακόμη, άλλα δύο δίδυμα πέθαναν από πνευμονία. Οι συγγενείς κανονίζουν την επιστροφή της οικογένειας στην Ιρλανδία.. Τα στοιχειωμένα απομνημονεύματα του Frank McCourt κέρδισαν το Pulitzer.

Ζητείται βοήθεια – Δεν μας χρειάζονται Ιρλανδοί (μεγαλώστε)

Η ταινία εξιστορεί σκηνές από την παιδική ηλικία του συγγραφέα αρχικά στην Νέα Υόρκη και ύστερα το Limerick στην Ιρλανδία. Ο McCourt εικονογραφεί μια βάναυση και οδυνηρή εικόνα των παιδικών χρόνων του, όταν το φαγητό σπάνιζε στο τραπέζι, και τα παιδικά μποτάκια και τα παλτά ήταν πολυτέλεια.

ο Frankie, λίγο πριν τον δείρει ο δάσκαλος (μεγαλώστε)

Με μια μελωδική ιρλανδική φωνή που καλύπτει με ένα συχνά ευγενές αλλά και πικρό χιούμορ το άφατο, ο συγγραφέας θυμάται τον αλκοολικό, δύστροπο αλλά και αξιαγάπητο πατέρα του, που έπινε μονίμως τα λίγα χρήματα που είχε η οικογένεια. Εξιστορεί την απώλεια των αδελφών του από την ασθένεια και την πείνα, μιλά για την υπερήφανη μητέρα του,  που αναγκάζεται να ζητιανεύει, περιγράφει τη δυσωδία των λυμάτων έξω από τη είσοδο του σπιτιού.

Μία απί τις αφίσες της ταινίας (μεγαλώστε)

Καθώς ο McCourt φτάνει στην εφηβεία, ανακαλύπτει την ντροπή της φτώχειας μαζί με τη μαγεία του Shakespeare, τα μυστήρια του φύλου και το φλερτ με το θάνατο, αλλά και την πανίσχυρη ιρλανδική καθολική εκκλησία που δεν συγχωρεί. Πρόκειται για μια δυνατή και συνάμα σπαρακτική ωδή στην ανθεκτικότητα και την αποφασιστικότητα της νιότης.

πηγές-σημειώσεις :
– παρόμοιο κλίμα στα πολυάριθμα βιβλία του Archibald Joseph Cronin (19 Ιουλίου1896–6 Ιανουαρίου 1981) και της Betty Smith (Elisabeth Wehner, 15 Δεκεμβρίου 1896- 17 Ιανουαρίου 1972). Κάποια από αυτά έγιναν ταινίες. Η Betty Smith δημοσίευσε το 1943 το: A Tree Grows In Brooklyn, και το 1945 ο Elia Kazan το έκανε ταινία.

Short Link: http://wp.me/pcPJ9-So

… την κρίση του καπιταλισμού, τα συνδικάτα και την σοσιαλδημοκρατία. Ο David Harvey μιλά στον Κ. Τσουκαλά.

3).- Εργασία της Ελένης Πασχαλάκη, 7ο εξάμηνο, για το μάθημα «Ευρωπαϊκή Μετανάστευση», Νοέμβριος 2010.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ (ENTRE LES MURS), Σκηνοθεσία: Laurent Cantet, Σενάριο : Francois Begaudeau


Η ταινία «Ανάμεσα στους τοίχους» βασισμένη στο ομώνυμο  βιβλίο του  François Bégaudeau, μας μεταφέρει σε ένα σχολείο των προαστίων του Παρισιού, όπου παρακολουθούμε μαθητές και δάσκαλους για ένα ολόκληρο σχολικό έτος.
Αρχικά αναγνωρίζουμε τα τυπικά στοιχεία του χώρου ενός σχολείου, το κουδούνι, τη σχολική αίθουσα, την τυπική διάταξη των επίπλων ( ο καθηγητής στην έδρα μπροστά από τον πίνακα και οι μαθητές απέναντί του σε δύο σειρές θρανίων). Ήδη ξεκαθαρίζονται οι «κοινωνικές θέσεις» (Thomas Hylland Eriksen 2007: 94), το ποιος  έχει τον έλεγχο και τον κυρίαρχο ρόλο.
Βλέπουμε την πρώτη συνάντηση του «προσωπικού» και αντιλαμβανόμαστε πως πίσω από τα χαμόγελα και τις συστάσεις υποβόσκει δυσαρέσκεια.
Καθώς, μαζί με τον Φρανσουά που είναι καθηγητής Γαλλικών μπαίνουμε στην τάξη της οποίας είναι ο υπεύθυνος, βλέπουμε εφήβους προερχόμενους όχι μόνο από τη Γαλλία αλλά και πολλούς μετανάστες. Παιδιά προερχόμενα από ποικίλες χώρες και διαφορετικούς πολιτισμούς: την Κίνα, την Αλγερία, την Τυνησία, το Μαλί, το Μαρόκο…ο Μινγκ και ο Σουλεϊμάν, ο Ντζιμπρίλ και ο Ντικό, ο Μοχάμεντ, ο Κέβιν, η Κούμπα, η Ζιάζια…πιο λίγοι οι Γάλλοι από τους ξένους. Μια  τάξη μείγμα πολιτισμών. Το μορφωτικό επίπεδο είναι φανερά χαμηλό. Τα παιδιά δυσκολεύονται να κατανοήσουν έννοιες, γεγονότα, λέξεις.   Η πολυσυλλεκτικότητα και η πολυπολιτισμικότητα είναι οι δεδομένες δυνάμεις που κυριαρχούν.
Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε και ενώ στη μνήμη μας ανακαλούνται οι προσωπικές μας εμπειρίες από τις δικές μας σχολικές αίθουσες, παράλληλα με  την τυπική και συνηθισμένη καθημερινότητα αρχίζουν να αναδύονται σημαντικά κοινωνικά θέματα. Θέματα που αφορούν τον κοινωνικό αποκλεισμό ομάδων όχι μόνο κοινωνικά αποκλεισμένων αλλά και κοινωνικά ενσωματωμένων στην τοπική πραγματικότητα (Λαφαζάνη 1997:69-76). Οι μαθητές αυτοί έχουν μεγαλώσει στα προάστια του Παρισιού και η κοινωνική παιδεία που έχουν πάρει τους έχει χαρτογραφήσει προδιαγεγραμμένη πορεία: φτηνή εργασία, κουζίνα, ταμείο ανεργίας ή ακόμα και φυλακή.
Το γαλλικό μοντέλο  ένταξης ενσωμάτωσης των μεταναστών  το λεγόμενο και αφομοιωτικό, λειτουργεί με βάση το δίκαιο της επικράτειας, του χώματος (jus solis). Συναλλάσσεται με/και ενσωματώνει τους εθνοτικά διαφορετικούς ατομικά. Δεν προβλέπονται συλλογικότητες -κοινότητες σε εθνοπολιτισμική βάση. Το κάθε άτομο έχει δικαίωμα στη διαφορετικότητά του και αυτό, θεωρητικά, δεν αφορά το κράτος. Όλα τα άτομα παρακολουθούν το γαλλικό ενιαίο σχολείο, (école laïque), το οποίο δεν θρησκεύεται, ενώ, παραμένει μία ημέρα την εβδομάδα χωρίς σχολείο, ώστε να την διαθέσει η οικογένεια του μαθητή, κατά τις αντιλήψεις της, στη θρησκευτική του διαπαιδαγώγηση (Derek Gregory, Ron Johnston, Geraldine Pratt, Michael J.Wattsand Sarah Whatmore, The Dictionary of Human Geography, τελευταία έκδοση (2009).
Το κράτος, το οποίο φυσικά παράγει και την κυρίαρχη ιδεολογία, έχει αποφασίσει πως οι κάτοικοι της επικράτειάς του θα πρέπει να συνομιλούν και να συνδιαλέγονται με βάση το τοπικό – εθνικό πρότυπο, τη γαλλική γλώσσα και κουλτούρα. Ακόμη και η θρησκεία, η οποία επίσης αποτελεί για τους ανθρώπους μία κυρίαρχη ιδεολογία, ενώ τυπικά δεν φαίνεται να αποτελεί πρόβλημα, αποτελεί βασικό συστατικό της «κοινωνικής ταυτότητας» των μαθητών. Η αδυναμία κατανόησης από το σύνολο των συμμαθητών, της ιδεολογίας που παράγει για κάποιον από τους μαθητές η θρησκευτική του τοποθέτηση, είναι ένας ακόμη παράγοντας που παράγει κοινωνικό αποκλεισμό, που τον τοποθετεί ακόμη περισσότερο στην πλευρά των «άλλων» (Λαφαζάνη 1997:69-76).
Τα παιδιά  θέλουν να ενσωματωθούν. Κάνουν όνειρα, διαλέγουν επαγγέλματα αλλά η κοινωνία τα έχει ήδη αποβάλει, προτού προσπαθήσουν. Εκείνα το νιώθουν κι έτσι προσθέτουν την επιθετικότητα στο καθημερινό ρεπερτόριο της συμπεριφοράς τους απέναντι στον καθηγητή.
Στα διαλείμματα, στο γραφείο των καθηγητών η φράση που ακούγεται συνέχεια είναι: «δεν αντέχω άλλο με αυτό το τμήμα». Οι καθηγητές απελπίζονται, γιατί κατά βάθος γνωρίζουν πως ό,τι και να κάνουν δεν μπορούν να  βοηθήσουν αυτά τα παιδιά, είναι παιδιά των μεταναστών. Οι περισσότεροι από αυτούς θεωρούν την παρουσία τους σε ένα τέτοιο σχολείο ως δυσμένεια. Αγανακτούν και απογοητεύονται από τους μαθητές, την απόδοση και τη συμπεριφορά τους. Δεν έχουν τη διάθεση να συνεργαστούν με το σύστημα αλλά ούτε και με τους μετανάστες μαθητές τους. Προτείνουν λύσεις που πιστεύουν ότι θα βελτιώσουν την καθημερινότητά τους στο χώρο του σχολείου. Λύσεις προς αντιμετώπιση της παραβατικότητας των παιδιών και μόνο, ακλουθώντας, χωρίς ίσως καν να το αντιλαμβάνονται, την ίδια πρακτική με το κράτος.
Έτσι σε μια συνέλευση του προσωπικού του σχολείου προτείνεται και συζητιέται ένα είδος «point system»  που θα στέλνει γρήγορα στην έξοδο τους απείθαρχους και κακότροπους μαθητές χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις ιδιαιτερότητες  του σχολείου. Κάποιος βέβαια τους θυμίζει πως όπου υπάρχουν πολύ σκληροί κανονισμοί δημιουργούνται και μεγαλύτερες εντάσεις, κανόνα τον οποίο θα πρέπει να συνυπολογίσουν. Κατόπιν, με την ίδια σοβαρότητα και δίνοντας σχεδόν το ίδιο βάρος,  συζητιέται το θέμα της προμήθειας καφετιέρας για τις ανάγκες των καθηγητών. Ουσιαστικά δηλαδή, οι κοινωνικά αποκλεισμένοι μαθητές έχουν γίνει σε τέτοιο βαθμό «οι άλλοι», αυτοί που αν δεν υπήρχαν θα ήμασταν καλύτερα και με λιγότερα προβλήματα, ώστε να τους αντιμετωπίζουμε σαν πρόβλημα και μόνο έτσι. Οι καθηγητές βεβαίως είναι κι αυτοί άνθρωποι. Όταν η μητέρα του Κινέζου μαθητή τους κινδυνεύει με απέλαση, αποφασίζουν να προστρέξουν και να τη βοηθήσουν.
Ο Φρανσουά, ο καθηγητής των Γαλλικών είναι μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Προσπαθεί με εναλλακτικές πρακτικές να πλησιάσει τους μαθητές του. Αυτό δε σημαίνει πως δεν γνωρίζει την κατάσταση. Οι κανόνες πρέπει να ισχύουν. Ο μαθητής που ξεπερνάει τα όρια πρέπει να υποστεί τις συνέπειες που κάποιες φορές μπορεί να είναι πολύ σοβαρές.
Παρόλα αυτά, προσπαθεί να αναδείξει την προσωπικότητα και τις δυνατότητες των παιδιών. Καθώς τα προτρέπει να μιλήσουν για τον εαυτό τους, φανερώνεται ένα πλήθος παραγόντων που συντελούν στον κοινωνικό τους αποκλεισμό. Επειδή το μάθημά του είναι η γλώσσα, ο περισσότερος λόγος γίνεται γύρω από θέματα που την αφορούν.  Οι μαθητές δυσκολεύονται όχι μόνο να μιλήσουν σωστά αλλά ακόμη και να κατανοήσουν έννοιες και λέξεις. Διαμαρτύρονται γιατί θα πρέπει να μάθουν να χρησιμοποιούν τους συγκεκριμένους τρόπους    έκφρασης με τους οποίους δεν θα μπορέσουν ποτέ να συνεννοηθούν με τους δικούς τους  και τον κοινωνικό τους περίγυρο και αντιδρούν όταν ο καθηγητής επισημαίνει πως πρέπει να ξέρουν να μιλούν κατ’ αυτό τον τρόπο γιατί αυτός είναι ο επίσημος λόγος του κράτους. Αναρωτιούνται γιατί ακόμα και στα παραδείγματα να χρησιμοποιούνται κλασικά γαλλικά ονόματα και όχι αντιπροσωπευτικά της δικής τους κουλτούρας. Προσπαθούν να κατανοήσουν την ιστορία με τη γαλλική –δυτική-  λογική και τον γαλλικό – δυτικό-  τρόπο σκέψης.
Όσο δυσκολεύονται στην έκφραση και την ομιλία, τόσο δυσκολότερη γίνεται η κοινωνικοποίηση και η ένταξή τους. Ντρέπονται να εκφραστούν, αισθάνονται κατωτερότητα και απογοήτευση. Περιθωριοποιούν τους εαυτούς τους και αντιδρούν με βία. Και παρόλο που ο Φρανσουά προσπαθεί να αποφορτίσει καταστάσεις δίνοντάς άλλα ονόματα, το «γκέτο» είναι μια πραγματικότητα που δεν αλλάζει αν το ονομάσεις  «γειτονιά». Αυτοαναιρείται την ίδια στιγμή που θέτει τα όρια με το κέντρο αντιστοιχίζοντας το πρόβλημα με έναν τόπο, (Λαφαζάνη 1997:69-76) καθώς αναρωτιέται αν και πότε τα κορίτσια πηγαίνουν στο κέντρο, το οποίο απέχει τέσσερις στάσεις του μετρό.
Η χωρική ρύθμιση «κέντρο – προάστιο», έχει ως αποτέλεσμα τον παράλληλο γεωγραφικό  αποκλεισμό συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και μέσω αυτού τη διαιώνιση, την αναπαραγωγή, την «εξασφάλιση» ίσως, της ακίνδυνης περιθωριοποίησής τους.
Ο πρωταγωνιστής και συγγραφέας του βιβλίου πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία Φρανσουά Μπεγκοντό λέει σχετικά (my film) : «Ο σκοπός του βιβλίου μου ήταν να καταγράψω μια σχολική χρονιά, παραμένοντας πιστός στις δικές μου εμπειρίες. Γι αυτό το λόγο δεν υπήρχε καθαρή αφηγηματική γραμμή και καμιά μυθιστορηματική πλοκή δεν επικεντρώνονταν σε ένα συγκεκριμένο γεγονός… Οι περισσότεροι από τους εφήβους, είναι φτιαγμένοι χαρακτήρες. Δεν είναι ηθοποιοί, αλλά βγαίνουν φυσικοί διότι πολύ απλά, παίζουν τους εαυτούς τους. Πιο αληθινό δεν γίνεται…. Το σοβαρό κοινωνικό σχόλιο που απορρέει από κάθε σκηνή της ταινίας του Καντέ, κάνει τη μεγάλη διαφορά.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Λοράν Καντέ στην ίδια συνέντευξη αναφέρει: Το φιλμ είναι πρώτα απ’όλα η ζωή μέσα στη τάξη, η ζωή της τάξης: μια κοινότητα δηλαδή 25 ατόμων που δεν έχουν διαλέξει ο ένας τον άλλο, αλλά καλούνται να είναι μαζί και να συνεργάζονται, ολόκληρη σχολική χρονιά ανάμεσα σε 4 τοίχους… Το πρώτο σχολείο που προσεγγίσαμε ήταν το Γυμνάσιο Φρανσουάζ Ντολτό, στο 20ο διαμέρισμα του Παρισιού. Ήταν το σωστό. Όλοι οι έφηβοι είναι μαθητές του Ντολτό, όλοι οι καθηγητές που εμφανίζονται στη ταινία, διδάσκουν εκεί, ενώ ο μοναδικός «κατασκευασμένος» ρόλος είναι αυτός της μητέρας του Σουλεϊμάν. …Οι χαρακτήρες του σεναρίου που υπήρχαν μόνο μέσα από τις συνθήκες που μπορούσαν να παράγουν, άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά. Κανένα από τα παιδιά δεν είχε σενάριο στα χέρια του. Όταν αυτοσχεδίαζαν ανάλογα με τις περιστάσεις, έφτιαχναν τους δικούς τους διάλογους. Όλος ο σχεδιασμός του φιλμ, έγινε με βάση τη γλώσσα. Ήθελα να κινηματογραφήσω αυτούς τους λεκτικούς χείμαρρους, που είναι πολύ συχνοί σε μια τάξη, όπου η σχετικότητα της θέσης του παιδιού ή η δύναμη δεν μετρούν τόσο, όσο ποιος θα έχει το τελευταίο λόγο….Το φιλμ δεν προσπαθεί να υπερασπισθεί ή να κατηγορήσει καμία πλευρά. Όλοι έχουν στιγμές αδυναμίας και εκρήξεων, στιγμές μεγαλείου και μικροπρέπειας. Ο καθένας μπορεί να εκθέσει την διορατικότητα και την τύφλωσή του, την αδικία και τη κατανόηση. Ίσως έχω την εντύπωση πως το φιλμ εκφράζει κάτι παραδοξολογικά θετικό: Σε ένα σχολείο πολύ χαοτικό, που δεν μπορεί να κρύψει το πρόσωπό του, υπάρχουν στιγμές απογοήτευσης, αλλά και περιπτώσεις τεράστιας ευτυχίας. Από αυτό το υπέροχο χάος, μπορεί να γεννηθεί η ευφυΐα και η νοημοσύνη.
Βιβλιογραφία-Πηγές
-Eriksen, Thomas Hylland,(2007) Μικροί τόποι, μεγάλα ζητήματα, Μια εισαγωγή στην κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία, εκδόσεις Κριτική
-Λαφαζάνη, Δώρα, «Χώρος & Κοινωνικές Σχέσεις, Χώρος & Κοινωνικός Αποκλεισμός», στο Σύγχρονα Θέματα, 1997, τεύχος , σσ. 69-76
-Derek Gregory, Ron Johnston, Geraldine Pratt, Michael J.Wattsand SarahWhatmore, The Dictionary of Human Geography, τελευταία έκδοση (2009).
-www.myfilm.gr

2).- Εργασία της Γεωργίας Γκάγκαρλη, 7ο εξάμηνο, για το μάθημα «Ευρωπαϊκή Μετανάστευση», Οκτώβριος 2010.

Ανάμεσα στους  τοίχους, του Laurent Cantet

Παρόλο που μετανάστευση θεωρείται η μετακίνηση ενός ατόμου ή ενός πληθυσμού από  μια χώρα σε μια άλλη, ωστόσο έμφαση πρέπει να δοθεί στην ενσωμάτωση αυτών των ανθρώπων από τη νέα κοινωνία, την αποδοχή τους  και την αντιμετώπισή τους από τους γηγενείς. Στην ταινία ‘’Ανάμεσα στους τοίχους’’ του Laurent Cantet προβάλλεται το κοινωνικό, ρατσιστικό, εκπαιδευτικό και εθνοτικό στοιχείο.  Παρουσιάζονται οι διαφορές μεταξύ των μεταναστών, των καθηγητών ακόμη και μεταξύ καθηγητών και μαθητών.
Είναι λογικό και απολύτως φυσιολογικό οι μετανάστες να αντιμετωπίζουν προβλήματα στην έκφρασή τους διότι δεν ξέρουν τη γλώσσα. Γι’ αυτό ευθύνεται η πολιτεία και το εκπαιδευτικό σύστημα της κάθε χώρας υποδοχής. Εκτός του ότι τα παιδιά δεν γνωρίζουν βασικά θέματα ιστορίας, παγκοσμίως αναγνωρισμένα και μελετημένα, δε γνωρίζουν και απλές έννοιες της καθομιλούμενης γλώσσας.  Το λεξιλόγιό τους είναι πενιχρό, λιτό και συχνά σε λέξεις που χρησιμοποιούν προσδίδουν αρνητική σημασία, ενώ αρχικά δεν έχουν.
Οι δυσκολίες κατανόησης λέξεων και εκφράσεων από τους ίδιους τους μαθητές, τους δημιουργούν το αίσθημα της μειονεκτικότητας. Δεν γνωρίζουν κάτι και  μπαίνουν στη διαδικασία να ρωτήσουν προκειμένου να μάθουν. Όταν όμως δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, ότι μπορούν να πετύχουν έστω και κάτω από τις πολλαπλές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν, δεν κατορθώνουν να βγάλουν από πάνω τους το πέπλο της διαφορετικότητάς τους. Δεν προσπαθούν να αλλάξουν συμπεριφορά και ενδιαφέροντα γιατί δεν τους δίνεται η απαραίτητη βοήθεια και ευκαιρία. Νομίζουν ότι  και να κάνουν κάτι καλύτερο ή κάτι το διαφορετικό δεν θα αλλάξει κάτι, δε θα δει κανείς τη προσπάθειά τους και δε θα αμειφθούν,  θα παραμείνουν οι ίδιοι, οι μετανάστες.
Απόρροια το ότι δεν προσπαθούν να κάνουν κάτι για τον εαυτό τους είναι το γεγονός ότι θεωρούν πώς κανένας δεν ενδιαφέρεται για αυτούς. Βλέπουν μια αρνητικότητα από τους περισσότερους καθηγητές τους και αν κάποιος θέλει πραγματικά να τους βοηθήσει προς το καλύτερο δεν τον αφήνουν. Δεν πιστεύουν ότι ενδιαφέρεται κάποιος γι’ αυτούς και ειδικά ο καθηγητής, ιδίως όταν βλέπουν ότι απογοητεύονται μαζί τους.  Αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι και μέσα στην οικογένειά τους δε βιώνουν το δέσιμο, δεν υπάρχει επικοινωνία με τους γονείς ή τα αδέρφια τους  και δε συζητούν για τα προβλήματά τους. Θεωρούν και οι γονείς τους εαυτούς τους διαφορετικούς και αυτό έχει αντίκτυπο στα παιδιά. Ούτε οι ίδιοι γνωρίζουν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής και δεν ξέρει κανείς αν έχουν προσπαθήσει να τη μάθουν. Οι γονείς δεν μπορούν να κάνουν διάλογο με τους καθηγητές για τα προβλήματα των παιδιών τους και μάλιστα δε μπαίνουν στη διαδικασία να τους εξηγήσουν τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία του εαυτού τους.
Μια πλευρά του εαυτού τους και σίγουρα όχι η θετική είναι ότι οι μετανάστες επειδή δεν εισπράττουν σεβασμό, δεν αποδίδουν. Δεν υπάρχει στη ζωή τους ή στην καθημερινότητά τους και ίσως να μη ξέρουν τι σημαίνει. Δεν ξέρουν πότε πρέπει να μιλήσουν, πότε να ζητήσουν συγγνώμη, πότε να καταλάβουν τι πρέπει να κάνουν. Γι’ αυτό τις περισσότερες φορές οι αντιδράσεις τους είναι υπερβολικές. Γιατί απλά αδιαφορούν για τους τρόπους τους, αφού αδιαφορούν οι γύρω τους γι’ αυτούς. Σε ένα κοινωνικό περιβάλλον, όπως είναι το σχολείο ανταλλάσσονται απόψεις με σκοπό να συζητηθούν και να αναλυθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνουν κατανοητές από όλους. Όλοι δέχονται τις απόψεις του άλλου με τη μόνη παρέμβαση να πουν τη δική τους σε περίπτωση διαφωνίας. Κανείς δε μπορεί να χειροδικήσει εναντίον κάποιου άλλου. Η χειροδικία είναι παράπτωμα που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τιμωρία. Και η τιμωρία με τη σειρά της οφείλει να είναι δίκαιη και αποδεκτή από όλους. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις εκτεταμένης έντασης μετά από τιμωρία. Για το λόγο αυτό η τιμωρία δε πρέπει να θεωρείται μέσο εκδίκησης, αλλά μέσο σωφρονισμού. Όλοι να είναι θετικά προδιατεθειμένοι απέναντί της για να καταλάβουν ότι γίνεται μόνο για ένα καλύτερο αποτέλεσμα συμπεριφοράς.
Το ότι βρίσκονται σε μια άλλη χώρα από τη δική τους δε σημαίνει ότι την έχουν αποδεχτεί. Κάποιοι μπορεί να έχουν συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι θα περάσουν μεγάλο μέρος της ζωής τους εκεί και ίσως να το θέλουν και κάποιοι αναπολούν κάθε στιγμή της χώρας καταγωγής τους. Στα παιδιά της ταινίας φαίνεται μια διαφορά που απαντάται στην υποστήριξη της χώρας καταγωγής ή της χώρας παραμονής. Άλλοι υποστηρίζουν τη γλώσσα της χώρας τους, τις δικές τους συνήθειες ακόμη και την ποδοσφαιρική ομάδα ενώ άλλοι υποστηρίζουν όλα αυτά στη χώρα παραμονής. Οι πρώτοι θεωρούν πως δε πρέπει να αλλάξουν τα πιστεύω τους και οι ιδεολογίες τους, επειδή άλλαξαν χώρα, ενώ οι δεύτεροι εφόσον τώρα ζουν εκεί θα συμβιβαστούν σ’ αυτά που τους προσφέρονται.

από το βιβλίο του François Bégaudeau, Entre les murs, (Editions Gallimard, Verticales 2006).

1).- Εργασία της Στεφανίας Λαζαρίδου, για το μάθημα «Ευρωπαϊκή Μετανάστευση», Απρίλιος 2010.

Η ταινία «Ανάμεσα στους τοίχους» τουLaurent Cantet (2008), παρουσιάζει ένα σχολείο σε ένα από τα γκέτο, τις εργατικές κατοικίες της Γαλλίας με μαθητές παιδιά-μετανάστες δεύτερης γενιάς. Το σχολείο αναπαριστά ένα μικρόκοσμο που αντιπροσωπεύει τη γενικότερη κοινωνία του γαλλικού κράτους. Στη διάρκειά της κουλτούρες και συμπεριφορές έρχονται σε αντιπαράθεση σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάμειξης εθνοτικών ομάδων, ενώ αναδεικνύονται προβλήματα που γεννά η μετανάστευση και οι συνέπειές της: φυλετικές διακρίσεις που τις εντείνει και το σχολικό περιβάλλον, έλλειψη προγραμμάτων για άμβλυνση ανισοτήτων που δημιουργεί η κοινωνική κατάσταση, μέσω της εκπαίδευσης θεσμοθετείται η διαφορετικότητα, η κοινωνική ανισότητα κ.α.( Ανάμεσα στους τοίχους) Ειδικότερα από την οπτική των εκπαιδευτικών βλέπουμε ότι οι καθηγητές που διορίζονται σε σχολεία περιοχών-γκέτο το θεωρούν καταδίκη ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δεν αντέχουν τη συμπεριφορά των μαθητών, καθώς δεν είναι σε θέση να την ελέγξουν και να τη διαχειριστούν, ξεσπούν και εγκαταλείπουν την αίθουσα. Δείχνουν θέληση και είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν κάθε μαθητή που ενδιαφέρεται να μάθει αλλά αγανακτούν από τις αντιδράσεις ορισμένων από αυτούς.
Από την άλλη, οι καθηγητές σε τέτοιου είδο
υς σχολεία, θέλοντας ή μη, αντιπροσωπεύουν τον κυρίαρχο λόγο, δεδηλωμένο ή υπονοούμενο  ο οποίος επιχειρηματολογεί υπέρ της ευθύνης και ενοχής των κοινωνικά αποκλεισμένων, έναντι του κατώτερου των μαθητών-μεταναστών, των «απόβλητων» (Λαφαζάνη 1997:69-76). Θεωρούν τα παιδιά κοινωνικά αποκλεισμένα άτομα (καθηγητής: «Πάτε στο κέντρο; Είναι 4 στάσεις του μετρό μακριά από τη γειτονιά σας») αλλά τα ίδια υπερασπίζονται το δικαίωμά τους να είναι ίσ
οι μεταξύ ίσων πολιτών (μαθήτρια: Μα φυσικά! Εγώ πηγαίνω συνέχεια!»).
Οι μαθητές βιώνουν καθημε
ρινά την περιθωριοποίηση και τον κοινωνικό αποκλεισμό από τους ίδιους τους καθηγητές τους και αισθάνονται την κοινωνική αδικία ενώ καλλιεργείται φόβος από μέρους των καθηγητών για να κερδηθεί σεβασμός. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα παίρνουν τη δικαιοσύνη στα χέρια τους προσπαθώντας να υπερασπιστούν τον εαυτό τους εφόσον κανείς δεν το κάνει γι’ αυτούς.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι άτομα με δυνατότητες και γνώση του ποιοί είναι και ποια είναι η θέση τους μέσα στην κοινωνία καθώς και το ποιά είναι η άποψη της κοινωνίας γι’ αυτούς. Δε μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι τα ίδια τα παιδιά αποκαλούν το μέρος όπου ζουν «γκέτο», μια λέξη ιδιαίτερα φορτισμένη με αρνητική έννοια. Συνεπώς η διαδικασία συγκρότησης κοινωνικής ταυτότητας είναι μια κοινωνική κατασκευή την οποία και αντιλαμβάνονται τα παιδιά που φοιτούν σε τέτοιου είδους σχολεία. [“La Haine” του Mathieu Kassovitz (1995)] . Στην ταινία  αναπαριστάται το μοντέλο μεταναστευτικής πολιτικής της Γαλλίας, το λεγόμενο αφομοιωτικό, δίκαιο της επικράτειας ή του χώματος, του εδάφους (jus solis).  Πρόκειται για το δεύτερο από τα δύο ευρωπαϊκά μοντ
έλα ένταξης ενσωμάτωσης των μεταναστών κατά το οποίο  δεν προβλέπονται συλλογικότητες -κοινότητες σε εθνοπολιτισμική βάση. Συναλλάσσεται με/και ενσωματώνει τους εθνοτικά διαφορετικούς ατομικά, ενώ το κάθε άτομο έχει δικαίωμα στη διαφορετικότητά του αλλά αυτό, θεωρητικά, δεν αφορά το κράτος. Όλα τα άτομα παρακολουθούν το γαλλικό ενιαίο σχολείο, (école laïque), το οποίο δεν θρησκεύεται, ενώ, παραμένει μία ημέρα την εβδομάδα χωρίς σχολείο, ώστε να την διαθέσει η οικογένεια του μαθητή, κατά τις αντιλήψεις της, στη θρησκευτική του διαπαιδαγώγηση. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο,  η Γαλλία υιοθέτησε κάποιες τροποποιήσεις στον κώδικα ιθαγένειάς της, που την πλησίασαν κάπως στο πολυπολιτισμικό μοντέλο.
Όσον αφορά το χώρο, το γκέτο αποτελεί έναν κοινωνικά αποκλεισμένο χώρο, όπως και το σχολείο. Είναι μια προσπάθεια δηλαδή, αντιστοίχισης του προβλήματος με έναν τόπο ώστε να εντοπίζουμε καλύτερα το πρόβλημα, εφόσον όταν το περιφράξουμε τότε μπ
ορούμε να το κατανοήσουμε , άρα και να το διαχειριστούμε και να το ελέγξουμε πιο εύκολα. Επιπλέον, μπορούμε να διαπιστώσουμε το ποιος είναι κοινωνικά αποκλεισμένος ή ποιος πρόκειται να γίνει, αν εμπίπτει ή δεν εμπίπτει δηλαδή στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Ως αποτέλεσμα, δημιουργούνται χωρο-κοινωνικές διαφοροποιήσεις (κέντρο-γκέτο) αποκτώντας και τα άτομα ένα «ανήκειν»-στίγμα του κοινωνικά αποκλεισμένου και  περιθωριοποιημένου εφόσον μέρα με τη μέρα γίνονται περισσότερο άλλοι και λιγότερο δικοί μας, ζώντας αλλού, πηγαίνοντας σε άλλους γιατρούς, αποκτώντας διαφορετικές συνήθειες, διαφορετικούς τρόπους διασκέδασης, ντυσίματος, μέχρι και διαφορετική γλώσσα (Λαφαζάνη 1997:69-76). Βλέπουμε σε μια σκηνή τα παιδιά να αντιδρούν στη γλώσσα τη διδασκαλία της οποίας  τους «επιβάλει» ο καθηγητής τους, μια γλώσσα επίσημη εθνική η οποία μάλλον αναδεικνύει παρά αμβλύνει τις διαφορές. Οι μετανάστες με την εγκατάστασή τους σε έναν τόπο, όπως είναι φυσικό, δεν αμελούν παντελώς τη μητρική τους γλώσσα και τον πολιτισμό τους, αλλά ενσωματώνουν λέξεις και συνήθειες στην αντίστοιχη που επικρατεί στη χώρα υποδοχής. Είναι απόλυτα λογικό έτσι, οι μαθητές-μετανάστες να θεωρούν τη γλώσσα που τους διδάσκεται «ξένη», μια γλώσσα που θα τους χρησιμεύσει ,ωστόσο, στη μετέπειτα ζωή τους απλά δεν είναι σε θέση να το κατανοήσουν τη δεδομένη στιγμή (Μαθητής: «Ποιοι μιλούν τη γλώσσα που μας διδάσκετε… μήπως οι επιτηδευμένοι αστοί του μεσαίωνα;»)
Δε θα
πρέπει να ξεχνάμε ότι κοινωνικό αποκλεισμό έχουμε από τη στιγμή που οι κοινωνικά αποκλεισμένοι αρχίζουν να εμφανίζονται ως πρόβλημα και απειλή για την κοινωνία (Λαφαζάνη1997: 69-76). Στην ταινία αποκλεισμό εκτός του άλλων, υφίσταται και ατομικά ο Σουλεϊμάν, αντιδραστικός μαθητής τον οποίο και αναγκάζονται να απομονώσουν από το σχολείο εξαιτίας της συμπεριφοράς του. Έτσι ο Σουλεϊμάν αποτελεί έναν κοινωνικά αποκλεισμένο μέσα σε έναν χώρο επίσης κοινωνικά αποκλεισμένο, όταν ο ίδιος αποκτά ένα «ανήκειν»-στίγμα, αυτό του αντιδραστικού ατόμου.

Βιβλιογραφία-Πηγές

Λαφαζάνη, Δώρα, «Χώρος & Κοινωνικές Σχέσεις, Χώρος & Κοινωνικός Αποκλεισμός», στο Σύγχρονα Θέματα, 1997, τεύχος , σσ. 69-76

©-ΑνθρωποΓεωγραφίες

.

.

Ένα μάθημα αστικής κοινωνικής γεωγραφίας

Ο Charles Baudelaire (1821-1867), σε κτήριο, καθώς τελειώνει η ταινία - Charles Baudelaire (1821–1867), on a building, at the end of the movie - Charles Baudelaire (1821-1867), sur un bâtiment, à la fin du film [Enlarge-agrandir-μεγαλώστε]

Ο Σαρλ Μπωντλαίρ (1821-1867), τοιχογραφία σε κτήριο, καθώς τελειώνει η ταινία — Charles Baudelaire (1821–1867), mural on a building, at the end of the movie — Charles Baudelaire (1821-1867), murale sur un bâtiment, à la fin du film [Enlarge-agrandir-μεγαλώστε]

Το πόστερ της ταινίας "Το μίσος" του Mathieu Kassovitz (1995) - The poster of the movie "Hate" by Mathieu Kassovitz (1995) - L'affiche du film "La haine" de Mathieu Kassovitz (1995) [Enlarge-agrandir-μεγαλώστε]

Το πόστερ της ταινίας «Το μίσος» του Mathieu Kassovitz (1995) — The poster of the movie «Hate» by Mathieu Kassovitz (1995) — L’affiche du film «La haine» de Mathieu Kassovitz (1995) [Enlarge-agrandir-μεγαλώστε]

Εργασία εαρινού εξαμήνου, για το μάθημα «Ανθρωπογεωγραφία-Θεματικές Περιοχές», του Δημήτρη Γκόκη, φοιτητή επί πτυχίω, κατεύθυνση «εθνολογία«, Κομοτηνή, Μάρτιος 2009.

Η ταινία “La Haine” (Το μίσος) του Mathieu Kassovitz (1995), εντάσσεται στην κατηγορία των λεγόμενων «ταινιών της πόλης» (banlieue films), που έκαναν την εμφάνιση τους στη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 [1].

Στην πλειοψηφία τους, οι ταινίες αυτές επικεντρώνονται στα φαινόμενα και τις επιπτώσεις της κοινωνικής κρίσης στη σημερινή Γαλλία, μέσα από μια μετααποικιακή κριτική προσέγγιση. Οι ταινίες αυτές ήρθαν να αμφισβητήσουν το ιστορικά διαμορφωμένο consensus για τη σχέση ανάμεσα στο αστικό κέντρο και τα περίχωρα του (banlieues) και τον κυρίαρχο ηγεμονικό λόγο για την οικουμενική αξία της ιδιότητας του πολίτη (citoyenneté), που πρώτη καθιέρωσε η Γαλλική επανάσταση, καταδεικνύοντας τη σχετικότητα της, όταν αυτή αναφέρεται στο αποικιοκρατικό παρελθόν της χώρας.
Οι περισσότερες «ταινίες της πόλης» έχουν ως κοινό μοτίβο το «ταξίδι» μεταξύ της πόλης και των προαστίων της, μέσα από το οποίο αναδεικνύονται οι εθνοτικές διαφορές και οι πρακτικές χωροκοινωνικού διαχωρισμού που καταλήγουν στη δημιουργία εθνοτικών ταυτοτήτων[2].
Το «La Haine» του Mathieu Kassovitz, είναι η πλέον αντιπροσωπευτική και δημοφιλής ταινία αυτής της κατηγορίας.
Στην εργασία αυτή, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε, τα αφηγηματικά και μορφολογικά στοιχεία της ταινίας, μέσα από τα οποία «κατασκευάζεται» η εθνοτική-κοινωνική ταυτότητα των πρωταγωνιστών της, στο πλαίσιο μιας κοινωνικογεωγραφικής προσέγγισης. Πριν όμως από αυτό, θα αναφερθούμε με συντομία στο περιεχόμενο της ταινίας.

Πλοκή της ταινίας

a
Η ταινία χαρτογραφεί ένα 24ωρο συναισθηματικής έντασης με τραγική κατάληξη, τριών μεταναστών, έπειτα από μια εξέγερση νεαρών στα Παρισινά προάστια (banlieues)[3]. Οι πρωταγωνιστές, μια παρέα τριών νεαρών φίλων, που κατάγονται από διαφορετικές εθνικές ομάδες και ζουν σε ένα υποβαθμισμένο οικοδομικό συγκρότημα στέγασης μεταναστών (ZUP – Zone à Urbaniser en Priorité) στα προάστια του Παρισιού: ο Vince είναι εβραίος, ο Hubert είναι μαύρος και ο Saїd είναι Άραβας. Ο τέταρτος φίλος της παρέας ο νεαρός Abdel, έπεσε θύμα της αστυνομικής βίας κατά τη διάρκεια της εξέγερσης και βρίσκεται σε κώμα στο νοσοκομείο. Ο Vince, ο πιο ευέξαπτος της παρέας, ορκίζεται ότι σε περίπτωση που ο φίλος τους πεθάνει, θα εκδικηθεί σκοτώνοντας έναν αστυνομικό, χρησιμοποιώντας το υπηρεσιακό περίστροφο που χάθηκε κατά τη διάρκεια των επεισοδίων. Το κοινό στοιχείο που συνέχει τα μέλη της παρέας, παρά τη διαφορετική τους εθνική προέλευση, είναι ο κοινός τρόπος ζωής και η συνείδηση της κοινωνικής τους ταυτότητας: είναι νέοι, άνεργοι και βιώνουν το φάσμα του κοινωνικού αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης, το ρατσισμό και την απόρριψη και δεν ελπίζουν σε τίποτα.

Μηχανισμοί κατασκευής της κοινωνικής-εθνοτικής ταυτότητας στον αστικό χώρο

la_haine_2

Το “La Haine”, δεν επικεντρώνεται τόσο στις εθνοτικές διαφορές αυτές καθαυτές, αλλά πρωτίστως στη διαδικασία συγκρότησης τους μέσα από πρακτικές επιβολής χωρο-κοινωνικών διαφοροποιήσεων, κυρίως ανάμεσα στο αστικό κέντρο και τα περίχωρα του. Ανέκαθεν τα Γαλλικά προάστια ήταν τόπος εγκατάστασης της εργατικής τάξης, ενώ αντίθετα στο αστικό κέντρο της πρωτεύουσας διέμεναν τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Ήδη από τα μέσα του 19ου αι., οι γαλλικές banlieues ήταν ένας χώρος απομονωμένος και στιγματισμένος, ενώ από τη δεκαετία του ’60 με την εγκατάσταση μεταναστών από τις πρώην αποικίες, μετατράπηκαν σε χώρους μαζικής στέγασης μεταναστών, μέσα σε τεραστίων διαστάσεων οικοδομικά τετράγωνα, συνήθως κρατική ιδιοκτησίας, τα λεγόμενα logements sociaux ή grands ensembles [4] . Από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα, με τη ραγδαία αποβιομηχάνιση, την εμφάνιση της μαζικής ανεργίας και φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού, οι γαλλικές banlieues αποκτούν χαρακτήρα ghetto και γίνονται εστίες ταραχών και εξεγέρσεων νεαρών μεταναστών, με χαρακτηριστικότερες αυτήν του καλοκαιριού του 1991 (é chaud ) και αποκορύφωμα αυτή του 2005, την οποία ουσιαστικά προαναγγέλλει και η συγκεκριμένη ταινία.

slide4

(μεγαλώστε)

Η διαδικασία συγκρότησης της κοινωνικής ταυτότητας, σύμφωνα με την κοινωνική γεωγραφία, είναι μια κοινωνική διεργασία[5]. Η ταυτότητα των ανθρώπων και η κοινωνική τους διαφοροποίηση, δεν συγκροτείται στη βάση «εγγενών» χαρακτηριστικών, αλλά είναι μια κοινωνική κατασκευή. Τα άτομα δεν είναι ελεύθερα να γίνουν αυτό που τα ίδια θα αποφασίσουν να γίνουν. Η κοινωνία επιβάλλει περιορισμούς στα ίδια και τη ζωή τους. Χαρακτηριστικά όπως το φύλο, η ηλικία, η εθνικότητα, η κοινωνική θέση, ο τόπος κατοικίας μας κλπ., δηλαδή όλα όσα συγκροτούν την υποκειμενική μας ταυτότητα, είναι κοινωνικά καθορισμένα και πολιτισμικά νοηματοδοτημένα.
Η διαδικασία κατασκευής της κοινωνικής ταυτότητας, ξεκινά με τη θεσμοθέτηση της διαφοράς μέσω μηχανισμών που επιβάλλουν ερμηνείες σχετικά με το νόημα της κοινωνικά αποδιδόμενης διαφοράς, ενώ μέσα από κοινωνικές και θεσμικές πρακτικές παγιώνεται η νοηματοδότηση και συμβολοποιούνται οι κοινωνικές ανισότητες. Η χωρική διαφοροποίηση είναι ένας από αυτούς τους μηχανισμούς θεσμοθέτησης της διαφοράς και της κοινωνικής ανισότητας. Η εκπαίδευση και το σωφρονιστικό σύστημα, ανήκουν επίσης στην ίδια κατηγορία μηχανισμών. Ο χώρος, ως συμβολική έννοια, νοηματοδοτεί και οργανώνει τις κοινωνικές σχέσεις, επιβάλλοντας συγκεκριμένες ερμηνείες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και συγκροτούμε την κοινωνική μας ταυτότητα.
Η χωρική διαφοροποίηση είναι ένας από αυτούς τους μηχανισμούς θεσμοθέτησης της διαφοράς και της κοινωνικής ανισότητας. Η εκπαίδευση και το σωφρονιστικό σύστημα, ανήκουν επίσης στην ίδια κατηγορία μηχανισμών. Ο χώρος, ως συμβολική έννοια, νοηματοδοτεί και οργανώνει τις κοινωνικές σχέσεις, επιβάλλοντας συγκεκριμένες ερμηνείες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και συγκροτούμε την κοινωνική μας ταυτότητα.

slide2

Η αστική κοινωνική γεωγραφία ενδιαφέρεται πρωτίστως για την διαδικασία χωρικής διαφοροποίησης – απομόνωσης , που οδηγεί στην κατασκευή της εθνοτικής ταυτότητας ορισμένων κοινωνικών ομάδων που διαμένουν στον αστικό χώρο[6]. Στο πλαίσιο αυτό οι κοινωνικές ομάδες που δεν πληρούν τα πρότυπα του κυρίαρχου ηγεμονικού λόγου, χαρακτηρίζονται ως «απόβλητες» και «στιγματίζονται», ενώ μέσα από στερεοτυπικές αντιλήψεις για τον τρόπο ζωής τους, που προβάλλονται καθημερινά από τα ΜΜΕ, οι ομάδες αυτές περιθωριοποιούνται, γκετοποιούνται και απομονώνονται κοινωνικά από το υπόλοιπο αστικό σώμα[7].

Οι κοινωνικά αποκλεισμένες αυτές ομάδες, υφίστανται τις συνέπειες συγκεκριμένων χωρικών ρυθμίσεων και θεσμικών πρακτικών, που παγιώνουν, τόσο σε συμβολικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο, την πλήρη απομόνωση τους από τον υπόλοιπο αστικό ιστό. Ακίνδυνες από μια πρώτη ματιά συγκοινωνιακές, κυκλοφοριακές, πολεοδομικές ρυθμίσεις, καθώς και κρατικές πολιτικές προστασίας της αξίας των ακινήτων στις εύπορες αστικές συνοικίες, εγγυώνται ότι δεν θα έρθουν σε επαφή οι «προστατευόμενες» εύπορες κοινωνικές ομάδες με τους κοινωνικά «απόβλητους» παρίες του αστικού χώρου[8]. Επιπλέον ένα εκτεταμένο αστυνομικό δίκτυο γύρω από τις περιοχές που κατοικούν, ενισχύει ακόμα περισσότερο την πλήρη απομόνωσή τους. Η συμπεριφορά τους ποινικοποιείται και γίνεται αντικείμενο αστυνομικής και κρατικής καταστολής[9].la-haine1

Διαστάσεις της χωρικής διαφοροποίησης–απόστασης στην ταινία “La Haine”.

Όπως είδαμε, η ανάδειξη της εθνοτικής διαφοράς, δεν αποτελεί σημαντική συνιστώσα στην ταινία του Mathieu Kassovitz. Και αυτό γιατί οι εθνοτικές διαφορές αντιμετωπίζονται στην ταινία ως διαμεσολαβημένες, κοινωνικές ανισότητες. Η παρέα των τριών φίλων της ταινίας, αν και εθνικά – φυλετικά ανομοιογενής, έχει μια κοινή κοινωνική ταυτότητα: είναι νέοι, άνεργοι και κάτοικοι των Γαλλικών banlieues. Ο στιγματισμός τους δεν αναφέρεται στη φυλετική τους «φυσιογνωμία» (τουλάχιστον κάτι τέτοιο δεν φαίνεται από την ταινία), αλλά μάλλον στην κοινωνική και χωρική τους διαφοροποίηση ως νέοι, άνεργοι και κάτοικοι των προαστίων, τα οποία αντιπροσωπεύουν στην συνείδηση του υπόλοιπου κόσμου και στις τηλεοπτικές συζητήσεις, τη συμβολική αναπαράσταση της βίας και της εγκληματικότητας. Εξάλλου το κοινωνικό προφίλ τους δεν διαφέρει σε τίποτε από αυτό των γηγενών Γάλλων, που ζουν στις ίδιες φτωχογειτονιές[10]. Ο τρόπος ζωής τους αντιπαρατίθεται στον τρόπο ζωής των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων της Γαλλικής πρωτεύουσας, που στην ταινία αντιπροσωπεύεται από το χώρο της γκαλερί τέχνης, την οποία επισκέπτονται οι τρεις νεαροί, αφότου έχουν χάσει το τελευταίο τρένο για την επιστροφή: όλη η συμπεριφορά τους εκεί φαντάζει ά-τοπη και αταίριαστη με τον συγκεκριμένο χώρο, για αυτό και αποβάλλονται αμέσως ως ανεπιθύμητοι[11].slide1

Η κοινωνική διάσταση του χώρου είναι παρούσα σε ολόκληρη την ταινία. Ο χώρος της ταινίας δεν είναι ο αντικειμενικός ευκλείδειος χώρος, αλλά μια ασυνεχής και διαμεσολαβημένη κοινωνική πραγματικότητα.[12]. Έτσι ενώ η ταινία αναφέρεται στη ζωή στα προάστια, η πλοκή της, κατά το ήμισυ σχεδόν της διάρκειας της, διαδραματίζεται στο Παρίσι. Ο χρόνος συμπλέκεται με τον χώρο προαναγγέλλοντας το μέλλον και ιστορικοποιώντας το παρόν: η ταινία ξεκινά με την αφήγηση για έναν άνθρωπο που πέφτει από ένα κτήριο αναγγέλλοντας ότι «το σημαντικό δεν είναι η πτώση, είναι η πρόσκρουση», όταν ξαφνικά μια βόμβα μολότοφ εκρήγνυται πάνω στη γη[13].

Η κοινωνική απόσταση που χωρίζει την πρωτεύουσα από την συνοικία (cité), είναι τεράστια και αυτό αποτυπώνεται, τόσο στο αφηγηματικό όσο και στο μορφολογικό επίπεδο: Το σκηνικό της ταινίας δεν είναι τα αξιοθέατα που θα επισκεπτόταν ένας τουρίστας της Γαλλικής πρωτεύουσας. Ο πύργος του Άιφελ, το σύμβολο αυτό του γαλλικού έθνους, δεν εμφανίζεται παρά μόνο σε ένα γρήγορο πλάνο. Οι περισσότερες σκηνές από το Παρίσι λαμβάνουν χώρα τη νύχτα. Οι γρήγορες λήψεις από μακριά, στο νυχτερινό περιβάλλον της πόλης, παραπέμπουν σε ένα αίσθημα ανησυχίας και στην αποξένωση του αστικού χώρου. Αντίθετα τα κοντινά και αργά πλάνα στη συνοικία του προαστίου δηλώνουν ενσωμάτωση στο χώρο. Η ταύτιση των πρωταγωνιστών με το περιβάλλον της συνοικίας τους (cité) είναι πλήρης: στην σκηνή από το σπίτι του Hubert, η τηλεόραση αναμεταδίδει τα πλάνα των επεισοδίων. Τόσο ό ίδιος όσο και η μητέρα του, αντιμετωπίζουν το γεγονός, σαν να πρόκειται για ένα επεισόδιο καθημερινής ρουτίνας [14]. la-haine-8812

Η αποστασιοποίηση όμως αυτή από τα γεγονότα, θα μπορούσε επιπλέον να ερμηνευτεί και ως μια μορφή συμβολικής αυτοπροστασίας [15] ενάντια στην δυσφήμιση του χώρου από τα ΜΜΕ: στην σκηνή με το τηλεοπτικό συνεργείο όταν τους ρωτάν αν οι ίδιοι πήραν μέρος στα επεισόδια της προηγούμενης μέρας, οι τρείς νεαροί αισθάνονται προσβεβλημένοι και αντιδρούν με φραστικές επιθέσεις κατά των δημοσιογράφων.

Η περιχαράκωση που επιβάλλει ο θεσμοθετημένος χώρος στη ζωή και την κίνηση των πρωταγωνιστών διαχέεται σε ολόκληρη την ταινία. Η κίνηση των πρωταγωνιστών στο χώρο φαίνεται να ρυθμίζεται από θεσμοθετημένες διαδικασίες και κατασταλτικούς μηχανισμούς, που ελέγχουν και ενίοτε εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία και μετακίνηση τους στο χώρο και περιορίζουν τις δυνατότητες επαφής και επικοινωνίας με τους υπόλοιπους: η σύλληψη των πρωταγωνιστών και η ανάκριση τους από τις αστυνομικές αρχές, αποτελεί επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ταινία. Έπειτα από μια καθυστέρηση οι πρωταγωνιστές χάνουν το τελευταίο τρένο της επιστροφής και εγκλωβίζονται στο αφιλόξενο και συνάμα εχθρικό περιβάλλον της πόλης. Έτσι ένας συγκεκριμένος τρόπος ρύθμισης της ώρας της συγκοινωνίας για τα μέσα μαζικής μεταφοράς (τα οποία σημειωτέον χρησιμοποιούν ως επί το πλείστον οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις), θέτει χωρικούς περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία και τη μετακίνηση τους. Αλλά και στο πρωινό δρομολόγιο για το Παρίσι, το τρένο είναι άδειο, αφού η μετακίνηση Παρίσι – προάστια αυτήν την ώρα, είναι μονοδρομική.

hadet_05

Στην αστική κοινωνική γεωγραφία, ο χώρος ως κοινωνική κατηγορία και ως πολιτισμικό σύμβολο, θέτει όρια στις ελεύθερες επιλογές των ατόμων, στις δραστηριότητες και στη συμπεριφορά τους. Μέσα στο χώρο είναι εγγεγραμμένες σχέσεις εξουσίας, κανονιστικά πρότυπα, ρυθμίσεις και απαγορεύσεις, που καταλήγουν στην περιθωριοποίηση εκείνων των κοινωνικών ομάδων που θεωρούνται από τους υπόλοιπους ως ομάδες υψηλού κινδύνου, ενώ οι τελευταίες αυτές αποδέχονται το καθεστώς στιγματισμού τους ως την «φυσιολογική» τους μοίρα. Από αυτή την άποψη το “La Haine” , μπορεί να εκληφθεί ως ένα μάθημα αστικής κοινωνικής γεωγραφίας.

Δείτε στο You Tube ολόκληρη την ταινία, στα γαλλικά, χωρίς υπότιτλους. [Για την ταινία με υπότιτλους στα ελληνικά, θα χρειαστεί να έρθετε στο μάθημα] :

1° Μέρος, 2° Μέρος,3° Μέρος, 4° Μέρος , 5° Μέρος 6° Μέρος, 7° Μέρος, 8° Μέρος, 9° Μέρος, 10° Μέρος


[1] Amy Siciliano, 2007, La Haine: Framing the “Urban Outcasts”, ACME Editorial Collective, Toronto, Canada, σ. 212.[2] Στο ίδιο, σ. 213.

[3]Cannon, Damian, Hate (La Haine, 1995), review, 1st World Festival of Foreign Films 1997

[4]Amy Siciliano, 2007, La Haine: Framing the “Urban Outcasts”, ACME Editorial Collective, Toronto, Canada, σ. 214-218.

[5]Χωριανόπουλος, Ιωάννης, «Αστική κοινωνική γεωγραφία», στο Τερκενλή et al. (επιμ.), Ανθρωπογεωγραφία – Άνθρωπος, κοινωνία και χώρος, Αθήνα, Κριτική, 2007, σ. 157.

[6] Στο ίδιο, σ. 159.

[7]Λαφαζάνη, Δώρα, «Χώρος και κοινωνικές σχέσεις – Χώρος και Κοινωνικός Αποκλεισμός» , στο Σύγχρονα Θέματα, 1997, τεύχος …., σσ. 69-76

[8]Λαφαζάνη, Δώρα, «Χώρος και Κοινωνικές ΣχέσειςΧώρος και Κοινωνικός Αποκλεισμός» , στο Σύγχρονα Θέματα, 1997, τεύχος …., σσ. 69-76

[9] Wacquant, Loïc, συνέντευξη στο : Κράτος-Κρατητήριο vs Κράτος Πρόνοιας-I και Κράτος-Κρατητήριο vs Κράτος ΠρόνοιαςII

[10]Στο ίδιο.

[11]Amy Siciliano, 2007, La Haine: Framing the “Urban Outcasts”, ACME Editorial Collective, Toronto, Canada, σ. 220.

[12] Λουί Αλτουσέρ, «Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους», στο Λουί Αλτουσέρ, Θέσεις, εκδ. Θεμέλιο,1990, σσ. 69-121.

[13]Amy Siciliano, 2007, La Haine: Framing the “Urban Outcasts”, ACME Editorial Collective, Toronto, Canada, σ. 212.

[14]Στο ίδιο, σ.223.

[15]Wacquant, Loïc, συνέντευξη στο : Κράτος-Κρατητήριο vs Κράτος Πρόνοιας-I και Κράτος-Κρατητήριο vs Κράτος Πρόνοιας-II

[16] Charles Baudelaire’s, Fleurs du mal / Flowers of Evil: « Le Tonneau de la Haine »

Βιβλιογραφία
Cannon, Damian, Hate (La Haine, 1995), review, 1st World Festival of Foreign Films 1997
Siciliano Amy, 2007, La Haine: Framing the “Urban Outcasts”, ACME Editorial Collective,Toronto, Canada
Wacquant, Loïc, συνέντευξη στο : Κράτος-Κρατητήριο vs Κράτος ΠρόνοιαςI και Κράτος-Κρατητήριο vs Κράτος Πρόνοιας-II
Αλτουσέρ, Λουί, «Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους», στο Λουί Αλτουσέρ, Θέσεις, εκδ. Θεμέλιο,1990, σσ. 69-121
Λαφαζάνη, Δώρα, «Χώρος και Κοινωνικές Σχέσεις – Χώρος και Κοινωνικός Αποκλεισμός», στο Σύγχρονα Θέματα, 1997, τεύχος …., σσ. 69-76
Χωριανόπουλος, Ιωάννης, «Αστική κοινωνική γεωγραφία», στο Τερκενλή et al. (επιμ.), Ανθρωπογεωγραφία – Άνθρωπος, κοινωνία και χώρος, Αθήνα, Κριτική, 2007

©-ΑνθρωποΓεωγραφίες

.

Shorlink: http://wp.me/pcPJ9-cm

.

.