«Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα», με τον Στέλιο Κούλογλου

Γκασταρμπάιτερ: οι φιλοξενούμενοι εργάτες. Μια λέξη που ακόμη και σήμερα πληγώνει. Όταν οι νότιοι ήταν και πάλι τα «γουρούνια» της Ευρώπης

Το «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» ακολουθεί την πορεία των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία και από εκεί πίσω στην Ελλάδα, καταγράφοντας τις καλές και τις κακές στιγμές της, ενώ προσπαθεί να δώσει απαντήσεις για τα πολιτικά παιχνίδια που παίχτηκαν σε βάρος τόσο των ιδίων των μεταναστών όσο και της ίδιας της χώρας. Ένα δίωρο αφιέρωμα μνήμης, για να μην λησμονούμε ότι κάποτε μετανάστες ήταν οι Έλληνες.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αλλά και ο Εμφύλιος που ακολούθησε άφησαν την Ελλάδα να αιμορραγεί. Φτώχεια, ανεργία και κοινωνική ανασφάλεια  συνθέτουν το σκηνικό της Ελλάδας της δεκαετίας του ’50.  Οι νέοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν την ελληνική ύπαιθρο αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στο εξωτερικό.
Ήταν τότε που η Γερμάνια, προσπαθώντας να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της ήττας της, άνοιξε τις πόρτες της στο Νότο. Το 1960 υπογράφεται η ελληνογερμανική συμφωνία «Περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών στη Γερμανία». Αν και το 1958 η Γερμανία προτείνει την εγκατάσταση εργοστασίων στον ελληνικό χώρο με την υποχρέωση αυτά να απασχολούν αποκλειστικά Έλληνες, η Ελλάδα αποφασίζει να θυσιάσει την εκβιομηχάνιση της στο βωμό του συναλλάγματος, ξεπουλώντας το πλέον παραγωγικό εργατικό δυναμικό που διαθέτει. «Η μετανάστευση είναι ευλογία Θεού δια τον τόπο» θα δηλώσει τότε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Η μεγάλη έξοδος αρχίζει. Μόνο τότε περισσότεροι από 400.000 «τεμάχια» εργάτες παίρνουν τον δρόμο της ξενιτιάς. «Τεμάχια» τους χαρακτηρίζουν οι Γερμανοί εργοδότες, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις έρχονται αυτοπροσώπως να τους διαλέξουν.  «Η κατάσταση αυτή θύμιζε σκηνές από το σκλαβοπάζαρο στην Αφρική, όπου στέκονται οι σκλάβοι στη σειρά και έρχονται τα αφεντικά, τους εξετάζουν και λένε θα πάρω αυτόν και αυτόν» δηλώνει στο φακό του «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» ο Χάνς Γιορκ Έκχαρντ, επικεφαλής, τότε,  του γραφείου Μεταναστεύσεως της Θεσσαλονίκης.
Στα κατά τόπους γραφεία Μεταναστεύσεως οι ουρές είναι ατελείωτες. Οι υποψήφιοι μετανάστες πουλούν ακόμη και την τελευταία κατσίκα τους για να κατεβούν στις μεγαλουπόλεις και να υπογράψουν ένα συμβόλαιο εργασίας για να φύγουν. Οι Γερμανοί γιατροί τους περνούν από ψιλό κόσκινο για να είναι ολόγεροι και οι Έλληνες υπάλληλοι των γραφείων τους περνούν επίσης από ψιλό κόσκινο για να μην είναι… αριστεροί. «Την άνοιξη του ’64, με άλλους 3 φίλους, περάσαμε από εξέταση από την γερμανική επιτροπή. Μετά από 3 μήνες οι φίλοι μου πήραν το πράσινο φως για τη Γερμανία. Εγώ όχι. Η αιτία ήταν πως ο πατέρας μου είχε αριστερό… πλευρίτη», θυμάται ο Χρήστος Πλιάκας, που συνεχίζει να ζει στο Μόναχο. Βουλευτές και παπάδες προσπαθούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια αλά ελληνικά, η γερμανική λογική όμως είναι διαφορετική.
Οι σκηνές του αποχωρισμού τραγικές. Μητέρες που λίγα χρόνια πριν έκρυβαν τα παιδιά τους σε θάμνους για να τα προστατέψουν από τις βόμβες των Ναζί, τους δίνουν τώρα την ευχή τους για να φύγουν για τη Γερμανία. Ανδρόγυνα χωρίζονται, παιδιά μένουν πίσω.. «Η γιαγιά ζωγράφιζε ένα χεράκι πάνω στο γράμμα, να μας δείξει πόσο μεγάλωσε το παιδί. Κάποιες φωτογραφίες που και πού παίρναμε. Με αυτά παρηγορούμασταν», θυμάται η Ελένη Τσακμάκη, μετανάστρια της 1ης γενιάς και επιτυχημένη συγγραφέας πια στη Γερμανία.
Το ταξίδι αρχίζει. Ο «Κολοκοτρώνης», ένα σαπιοκάραβο που μπάζει νερά ξεκινάει από τον Πειραιά και πιάνει λιμάνι στο Πρίντεζι. Από εκεί οι Έλληνες μετανάστες στοιβάζονται σε τρένα με προορισμό το Μόναχο. Στα μπαγκάζια τους έχουν φορτώσει τα όνειρα τους  για μια καλύτερη ζωή. Στο σταθμό του Μονάχου προσγειώνονται στην σκληρή πραγματικότητα της ξενιτιάς. Οι Γερμανοί που είχαν την ρομαντική εικόνα των Ελλήνων της αρχαίας Ελλάδας έρχονται επίσης αντιμέτωποι με μια διαφορετική πραγματικότητα. «Αυτοί φανταζόντουσαν τους Έλληνες ας πούμε σαν κάτι το εξωγήινο. Κι όταν ήρθαν εδώ  και τους είδαν ρακένδυτους, γκρεμίστηκε το είδωλό τους», λέει ο Χαράλαμπος Ζαμάνης, που ζει σχεδόν 50 χρόνια στη Γερμανία.
Η ζωή στα χάιμ. Δωμάτια ή παράγκες μέσα ή κοντά στο εργοστάσιο στα οποία μένουν 4 έως 8 άτομα. «Τέτοια χάιμ που μένανε οι μετανάστες, υπήρχανε και στα παλιά στρατόπεδα συγκεντρώσεων ακόμα. Οι παράγκες δηλαδή των κρατουμένων, είχανε γίνει σπίτια για τους μετανάστες», σημειώνει ο Γιώργος Μαντζουράνης, συγγραφέας και δημοσιογράφος που έζησε και μελέτησε τη μετανάστευση όσο κανένας άλλος.
Οι φάμπρικες της Γερμανίας και των ανθρακωρυχείων οι στοές είναι σκληρές. «Δουλεύαμε και κλαίγαμε», θυμάται η Μαριάνθη Ζάχαρη που ξενιτεύτηκε στα 17 της για να δουλέψει σ ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε τηλεοράσεις. «Όταν πρωτοκατεβήκαμε κάτω μας ήταν πολύ δύσκολο Την πρώτη νύχτα δεν κοιμήθηκα, γιατί  σκεφτόμουν εκείνα τα μηχανήματα που κόβανε το κάρβουνο και έλεγα από εδώ δεν θα βγω ζωντανός», διηγείται ο Γιώργος Μιχαηλίδης που εργαζόταν στα 1.100 μέτρα κάτω από τη γη, στο ανθρακωρυχείο του Essen.

Short Link: http://wp.me/pcPJ9-Oj

Το Μάρτιο του 1998, λιγότερο από μια βδομάδα μετά την τελευταία υποτίμηση της δραχμής, η κοινοτική αρχή στο Παλαιό Κεραμίδι, ένα χωριό στο νομό Πιερίας, απαγόρευσε την κυκλοφορία των Αλβανών μεταναστών μετά τη δύση του ηλίου. Η συνέχεια επί της οθόνης…

σημ.: Τῷ καιρῷ ἐκείνω ο Σ.Κούλογλου μου είχε δώσει το ντοκυμανταίρ αυτό σε βιντεοκεσέτα, για να το δείξω στους φοιτητές μου. Αργότερα το μετέτρεψα σε DVD, και συνεχίζω να το δείχνω…

Short Link: http://wp.me/pcPJ9-O7

Μετανάστευση και «άτυπη απασχόληση», από καιρό και στην Ελλάδα — Immigration and «informal employment», since a long time also in Greece — Immigration et «emploi informel», depuis longtemps aussi en Grèce

Μετανάστευση και «άτυπη απασχόληση», από καιρό και στην Ελλάδα — Immigration and «informal employment», since a long time also in Greece — Immigration et «emploi informel», depuis longtemps aussi en Grèce [Enlarge-agrandir-μεγαλώστε]

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 90, το 1991, μετά το πρώτο κύμα μαζικής μετανάστευσης προς την Ελλάδα, τέθηκε από τον τότε πρόεδρο της ΓΣΕΕ Λάμπρο Κανελλόπουλο, το θέμα της νομιμοποίησης των μεταναστών που κατοικούσαν κι εργάζονταν στη χώρα μας. Αυτή η τοποθέτηση αναγνώριζε πρώτα το φαινόμενο της μετανάστευσης ως μέρος του ελληνικού κοινωνικού τοπίου και έθετε το θέμα της πλήρους αναγνώρισης των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων των μεταναστών, και επομένως έθετε ως κεντρικής σημασίας το θέμα την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, που γνώριζε μια έξαρση σε συνδυασμό με τη νέα μετανάστευση.
Πολύ γρήγορα παρατηρείται μια αδράνεια σε ότι αφορά την παρέμβαση των αρμόδιων αρχών στην αγορά εργασίας, και ταυτόχρονα τα ζητήματα του ελέγχου των ροών μεταναστών στα σύνορα και της υποδοχής των μεταναστών συγχέονται. Η πρόταση για πλήρη αναγνώριση των δικαιωμάτων των μεταναστών, αντιμετωπίζεται ως πολιτική ενίσχυσης των ροών, και εγκλωβίζεται πλέον η μεταναστευτική πολιτική σε αυτό το δίλημμα. Όταν πρόκειται για δύο διαφορετικούς τομείς, με τους δικούς τους παράγοντες και με τα δικά τους αποτελέσματα. Τότε διαμορφώνεται το βασικό δόγμα της μεταναστευτικής πολιτικής, ότι κάθε αναγνώριση δικαιωμάτων των μεταναστών αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης των αφίξεων.

Μετανάστευση και «άτυπη απασχόληση», από καιρό και στην Ελλάδα — Immigration and «informal employment», since a long time also in Greece — Immigration et «emploi informel», depuis longtemps aussi en Grèce [Enlarge-agrandir-μεγαλώστε]

Είχαμε  —στο ΙΝΕ—  από τότε επισημάνει ότι εκ των πραγμάτων πρόκειται για την – υποκριτική – αποδοχή του φαινομένου της απασχόλησης μεταναστών στην παράλληλη αγορά εργασίας, καθώς δεν αναστέλλει την παράνομη απασχόληση, που αποτελεί την αξιοποίηση από μεγάλα κομμάτια του επιχειρηματικού κόσμου, των δυνατοτήτων που προσφέρει η αδήλωτη απασχόληση. Και αντίθετα ενισχύει την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης για φτηνή εργασία.
Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώθηκε με το περιεχόμενο των Π.Δ. του 1998 σχετικά με τη νομιμοποίηση των μεταναστών, όταν δεν υπήρχε καμία προσπάθεια συρρίκνωσης της αδήλωτης απασχόλησης με έλεγχο των εργοδοτών – και καμία συζήτηση με τους εργοδοτικούς φορείς – ή άλλα μέτρα με τον ίδιο στόχο, και η διαδικασία της νομιμοποίησης επιβάρυνε  —επιβαρύνει ακόμα—  μόνο τον κάθε μετανάστη. Συμπληρωματικά λειτούργησαν οι μεταγενέστερες νομιμοποιήσεις.
Τι σήμαινε μακροπρόθεσμα αυτή η επιλογή; Πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή του ελληνικού κράτους η οποία πρέπει να γίνει κατανοητή στο πλαίσιο της ιδιότυπης σχέσης «εξευρωπαϊσμού» και «εκσυγχρονισμού» που χαρακτηρίζει την πολιτική απέναντι στην εργασία από τη δεκαετία του 90 και μετά. Πολύ γρήγορα ο εκσυγχρονισμός επιβεβαίωσε μια «παραδοσιακή» γενικευμένη φιλο-επιχειρηματική πολιτική, μέσω των επιδοτήσεων, της ανοχής απέναντι στη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, την προώθηση της μείωσης του κόστους εργασίας και της ευελιξίας, που ξεκίνησε με τους μετανάστες και επεκτάθηκε προς το σύνολο των μισθωτών, πλήττοντας κυρίως τους νέους κατά τη δεκαετία του 2000. Πρόκειται για τη στρατηγική που οδήγησε στη συνέχεια στην ελλειμματικότητα των εξωτερικών συναλλαγών (το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας) και στην υπερχρέωση της οικονομίας, και επομένως στη σημερινή βαθύτατη κρίση.

Μετανάστευση και «άτυπη απασχόληση», από καιρό και στην Ελλάδα — Immigration and «informal employment», since a long time also in Greece — Immigration et «emploi informel», depuis longtemps aussi en Grèce[Enlarge-agrandir-μεγαλώστε]

Το δόγμα «όσο χειρότερα τους μεταχειριζόμαστε, τόσο λιγότεροι θα έρθουν», πέρασε με την κρίση, από τη φάση της σιωπηρής υποστήριξης της αδήλωτης απασχόλησης, στη φάση της επιθετικής αντιμετώπισης αυτού του πλεονάζοντος πλέον εργατικού δυναμικού. Η οικονομική κρίση συνέπεσε με την εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων συνύπαρξης ελληνικών και αλλοδαπών πληθυσμών. Η πολιτική ελίτ  —που είχε αποδεχθεί τις αντιφάσεις της προηγούμενης περιόδου—  προσχώρησε σιγά σιγά στη άποψη ότι «φτάνει πια». Και εφόσον δεν ασκούσε πολιτικές  —δεν είχε προγραμματισμένες δαπάνες ούτε επεδίωκε να έχει—  για την φροντίδα των άνεργων μεταναστών και των προσφύγων, δεν είχε άλλη λύση στο πλαίσιο του υπάρχοντος δόγματος, για να χειριστεί το κοινωνικό και ανθρωπιστικό αδιέξοδο, από το να εντείνει την επιθετικότητά της απέναντι στους ξένους γενικά, οδηγώντας το δόγμα σε μια κλιμάκωση. Μια επιθετικότητα λεκτική, η οποία όμως έχει σωστά εκληφθεί από τα σώματα ασφαλείας και από την φασιστική δεξιά ως πράσινο φως για άσκηση βίας ή για παραβίαση δικαιωμάτων των μεταναστών και προσφύγων.
Οι επιπτώσεις των Μνημονίων για τον κόσμο της εργασίας, η ανεργία, η φτώχεια, η ανεργία των νέων, η επιδείνωση των γενικότερων συνθηκών ζωής, αφορούν τόσο τους Έλληνες, όσο και τους αλλοδαπούς  —πολλοί μετανάστες χάνουν τη δυνατότητα ανανέωσης της κάρτας τους. Οι κοινωνικές αντιπαραθέσεις εντείνονται και ο αντι-μεταναστευτικός και αντι-προσφυγικός λόγος συνεχίζει να αποτελεί ένα είδος εκτόνωσης, που όμως νομιμοποιεί όλο και περισσότερο τη ρατσιστική βία, ή καλύτερα της προσφέρει ένα πεδίο στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί. Αλλά σε αυτές τις συνθήκες είναι ακόμα πιο πρόσφορο το έδαφος για την ανάπτυξη της αδήλωτης εργασίας, της αδήλωτης απασχόλησης γενικώς και της απασχόλησης σε εγκληματικές δραστηριότητες, που αξιοποιούνται φυσικά από «εργοδότες» που βασίζονται στην «ανοχή» των αρχών.
Το παρ-εμπόριο αφορά προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα, ή εισάγονται νόμιμα. Το εμπόριο ναρκωτικών και η πορνεία δεν είναι δραστηριότητες που αυτοσχεδιάζονται από ομάδες πεινασμένων αλλοδαπών και απαιτούν ευρύτατες διασυνδέσεις, σημαντικούς πόρους και αποτελεσματική προστασία.

Μετανάστευση και «άτυπη απασχόληση», από καιρό και στην Ελλάδα — Immigration and «informal employment», since a long time also in Greece — Immigration et «emploi informel», depuis longtemps aussi en Grèce [Enlarge-agrandir-μεγαλώστε]

Πριν είκοσι χρόνια η αδήλωτη εργασία αφορούσε κυρίως του αλλοδαπούς και μια μειοψηφία Ελλήνων. Τώρα όμως γενικεύεται καθώς οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν την αγορά εργασίας επιτρέπουν τη γενίκευση αυτών των πρακτικών. Τα πράγματα εξελίσσονται προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση από αυτή που πρεσβεύει ο λόγος της πολιτικής ελίτ και των φασιστικών συμμοριών. Δεν θα απομονωθούν, ή θα εκδιωχθούν, οι αλλοδαποί προς όφελος των Ελλήνων, αλλά οι συνθήκες εργασίας και ζωής μεγάλου μέρους των Ελλήνων μισθωτών θα πλησιάσουν τις αντίστοιχες συνθήκες των αλλοδαπών. Όταν θεωρούνται επιτρεπτές εξαιρέσεις στην αλληλεγγύη και τα δικαιώματα (και αυτή η παρατήρηση δεν αφορά μόνο τις κυβερνήσεις  —γιατί η ανοχή απέναντι στην αδήλωτη εργασία αφορούσε πολλές κοινωνικές ομάδες), αργά ή γρήγορα διαπιστώνεται ότι αυτή η εξαίρεση είναι μεταδοτική και αξιοποιήσιμη.

Ας μιλήσουμε για «φράχτες» ή ο Όργουελ ΖΕΙ!