.

Δείτε το πλήρες βιβλίο του Κώστα Βεργόπουλου.

.

Εθνικές Γαίες και Τσιφλίκια

Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1828, η ελληνική γεωργία βρέθηκε ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικές επιρροές: την βυζαντινή και οθωμανική κληρονομιά των αυτοκρατορικών  κοινωνικών μηχανισμών και τον ατομιστικό πειρασμό της Δύσης. Η ανατολική κληρονομιά έφερε μια αγροτική τάξη με κοινοτικές και ισοπολιτειακές βάσεις. Η αγροτική παραγωγή διατήρησε οικογενειακό χαρακτήρα, τόσο στο επίπεδο της καλλιέργειας όσο και σε εκείνο της κτήσης του εδάφους. Οι τσιφλικούχοι της οθωμανικής κοινωνίας ήταν υποχρεωμένοι να περιορίσουν τα έγγεια δικαιώματα τους προς όφελος των καλλιεργητών. Ο χωρικός από την πλευρά του, προωθούσε μια μικρή οικογενειακή καλλιέργεια, αλλά ταυτόχρονα απολάμβανε ένα εμπράγματο, ισόβιο, κληρονομητό και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα επικαρπίας, το λεγόμενο «τεσσαρούφ»[1]. Η λεπτότητα των οθωμανο-βυζαντινών έγγειων σχέσεων αποτελούσε εμπόδιο στην απεριόριστη διείσδυση του καπιταλισμού στην γεωργία. Η ιστορία της νεοελληνικής γαιοκτησίας, πριν το 1917, συνοψίζεται σε  δύο μεγάλα ζητήματα: το ζήτημα των λεγόμενων «εθνικών γαιών» και β) το ζήτημα των τσιφλικιών, τα οποία συγκεντρώθηκαν κυρίως στις βόρειες επαρχίες της χώρας. Το πρώτο ζήτημα κυριάρχησε στις γαιοκτητικές σχέσεις κατά την περίοδο 1828-1881 και το δεύτερο αποτέλεσε ένα μεγάλο πρόβλημα κατά την περίοδο 1881-1917[2].

Εθνικές γαίες

Η κήρυξη της ανεξαρτησίας το 1828 έθεσε το μεγάλο πρόβλημα της γαιοκτησίας των λεγόμενων «εθνικών γαιών»[3]. Πράγματι σύμφωνα με τον καθηγητή Ιωάννη Σούτσο γύρω στα 1868, ο αριθμός των καλλιεργητών των εθνικών γαιών κυμαίνονταν ανάμεσα στο 1/2  και στο 1/3 του συνολικού αγροτικού πληθυσμού της χώρας. Οι καλλιεργητές αυτοί κατέβαλαν την δεκάτη και το δικαίωμα επικαρπίας. Οι εθνικές γαίες αποτελούσαν ένα σύνολο 6 εκατομμυρίων στρεμμάτων, που ήταν το 1/3 των καλλιεργούμενων εκτάσεων στην Ελλάδα[4].Ομοίως η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της  Άρτας το 1880 έθεσε το άλλο μεγάλο πρόβλημα των τσιφλικιών. Τέλος, η ενσωμάτωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου, κατά τους βαλκανικούς πολέμους το 1912-1913, επιτάχυνε τα σχέδια για  αγροτική μεταρρύθμιση[5]. Η μεταρρύθμιση του 1871 είχε μεταξύ άλλων την σημαντική συνέπεια ότι παρακίνησε εμμέσως ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη των κερδοσκοπικών καλλιεργειών[6], οι οποίες προορίζονταν κυρίως για εξαγωγή.

Η οθωμανική πολυμορφία επέτρεπε την συνύπαρξη τριών δικαιωμάτων στο ίδιο έδαφος. Σύμφωνα με το πρώτο, η κυριότητα του Δημοσίου εξασφάλιζε το αναπαλλοτρίωτο των κτημάτων. Κατά το δεύτερο, ο τσιφλικούχος εισέπραττε, από το κτήμα που είχε στην κυριότητα του, το 1/2 ή το 1/3 του καθαρού προϊόντος. Τέλος, σύμφωνα με το τρίτο ο χωρικός στο ίδιο κτήμα είχε το δικαίωμα του «τεσσαρούφ», το οποίο τον προστάτευε σε περίπτωση μιας ενδεχόμενης αποβολής. Η αποχώρηση των Τούρκων δημιούργησε μια κατάσταση tabula rasa[7],  στις εγκαταλελειμένες εκτάσεις, γεγονός που διευκόλυνε τη διατύπωση μιας νέας πολιτικής αγροτικού επικοισμού. Έτσι, το ελληνικό κράτος πρότιμησε αντί να πληστηριάσει τις εκτάσεις αυτές ή να τις παραχωρήσει δωρεάν στους χωρικούς καλλιεργητές, να τις κρατήσει και να τις ενσωματώσει στην περιουσία του Δημοσίου. Ο εισηγητής αυτής της πρώϊμης εθνικοποίησης του εδάφους, ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο τελικός απολογισμός της πρώτης αγροτικής μεταρρύθμισης, η οποία ολοκληρώθηκε μόλις στα 1911, για τις καλλιεργούμενες εκτάσεις που υπήρχαν μέχρι τότε στο ελληνικό κράτος (1881) έδωσε τα εξής συμπεράσματα: διενεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα σε 357.217 κλήρους  εντός των ορίων της Ελλάδας του 1881[8].

Τα τσιφλίκια

Προέλευση και σχηματισμός των τσιφλικιών
Ο θεσμός του  τσιφλικιού δεν αποτελεί επιβίωση των αρχαϊκών οθωμανικών δομών, αντιθέτως  αναπτύχθηκε όχι πάνω στο οθωμανικό κοινωνικό σώμα, αλλά πάνω στη διαδικασία της διάλυσης του σώματος αυτού. Το τσιφλίκι δεν ήταν ένα υπόλειμμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλα μία από τις αιτίες της διάλυσης της. Ιστορικά λοιπόν, το τσιφλίκι εμφανίστηκε ως το  αποτέλεσμα και η αιτία της παρακμής της οθωμανικής αυτοκρατορικής μηχανής[9]. Η ενίσχυση καθώς και η σταθεροποίηση των τσιφλικιών ευνοήθηκαν από την χρόνια κρίση του οθωμανικού σώματος. Οι βασικότερες αιτίες της κρίσης αυτής, ήταν: α) το τέλος των κατακτήσεων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, β) το γεγονός οτι το οθωμανικό εξωτερικό εμπόριο καθοδηγούνταν από τις εξαγωγές παρά από τις εισαγωγές, γ) ο πληθωρισμός και η αύξηση των φόρων, δ) η ερήμωση της υπαίθρου και τέλος οι διάφορες λεηλασίες που λάμβαναν χώρα.

Στην οθωμανική αυτοκρατορία το τσιφλίκι εμφανίστηκε ως ένας νεωτερισμός, ευνοούμενος από την δυσλειτουργία του οθωμανικού κοινωνικού μηχανισμού, αποτέλεσε δηλαδή ένα είδος απάντησης στην μεγάλη πληθωριστική ευρωπαϊκή κρίση[10].

Το ελληνικό κράτος, έχοντας ως στόχο την εξατομίκευση των ιδιωτικών δικαιωμάτων, κατάργησε εξ ολοκλήρου τις προκαπιταλιστικές οθωμανικές σχέσεις. Σε όλους τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, η άρχουσα τάξη είχε την οικονομική κυριότητα των μέσων παραγωγής (της γης), δηλαδή οικειοποιείτο το υπερπροϊόν, ενώ η κυριαρχούμενη – εργαζόμενη τάξη δεν είχε «ελευθερωθεί» από τα μέσα παραγωγής, αλλά διατηρούσε την άμεση κατοχή τους, δηλαδή την εξουσία να τα θέτει σε χρήση (να καλλιεργεί τη γη). Οι κρατικοί αξιωματούχοι δεν είχαν κληρονομικά δικαιώματα πάνω στη θέση τους, αλλά ορίζονταν από την ανώτερη κρατική αρχή. Ο μονάρχης θεωρούνταν ο άμεσος εκπρόσωπος στη γη της θείας τάξης και του θείου νόμου. Οι κρατικοί αξιωματούχοι λειτουργούσαν ως εκτελεστικά όργανα των (συνήθως γραπτών) διαταγμάτων του ανώτατου άρχοντα. Οι κοινότητες απολάμβαναν ένα βαθμό αυτονομίας από τις κεντρικές κρατικές αρχές, εφόσον βέβαια πλήρωναν τους φόρους που τους αναλογούσαν[11]. Ο στόχος λοιπόν όλων των μεταρρυθμίσεων ήταν λιγότερο η απελευθέρωση των χωρικών και περισσότερο η απελευθέρωση της γης [12]. Οι συνθήκες του σχηματισμού των λίγων τσιφλικιών στην περιοχή της Αττικής στα 1833 προανάγγειλαν αυτό που επρόκειτο να συμβεί στη Θεσσαλία το 1881. Αμέσως μετά τη  εγκατάσταση του ελληνικού κράτους στη Αθήνα, είναι προφανές ότι τα τσιφλίκια της Αττικής δεν αποτέλεσαν ένα ομαλό φαινόμενο. Η περίπτωση της Επτανήσου είναι χαρακτηριστική: μετά την ένωση με την Ελλάδα (1864)[13], η κατάσταση των Ιονίων κολλήγων χειροτέρευσε αιφνιδίως λόγω του άρθρου 52 του νόμου ΣΜΔ΄/1867, ο οποίος αφαιρούσε οριστικώς τον χαρακτήρα της ισοβιότητας από τα κολληγικά δικαιώματα. Τα μεγάλα τσιφλίκια της Θεσσαλίας και της Άρτας σχηματίστηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από την συνθήκη του Βερολίνου το 1878 ως το έτος προσάρτησης τους το 1881[14].  Όσο αφορά την έκταση των τσιφλικιών, το 1896 οι εκτάσεις των θεσσαλικών τσιφλικιών ανέρχονταν σε 6 εκατομμύρια στρέμματα. Στις τρείς βασικές βόρειες περιοχές (Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρος) η αναλογία των τσιφλικικών γαιών επί της συνολικής επιφάνειας των περιοχών αυτών κυμαίνονταν από 33% σε 50,5% της Θεσσαλίας το 1896 και το 1907 τα τσιφλίκια κατείχαν το 50%-64%.

ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ ΤΩΝ ΤΣΙΦΛΙΚΙΩΝ

  Επί της συνολικής επιφάνειας Επί της καλλιεργούμενης επιφάνειας
Θεσσαλία 50.05% 50%-64%
Μακεδονία 41% 41%-52%
Ήπειρος 33% 33%-42%

Σύμφωνα με τον παραπάνω πίνακα μπορούμε να πούμε οτι τα τσιφλίκια καταλάμβαναν από 1/3 ως 1/2 της συνολικής  καλλιεργούμενης επιφάνειας. Όπως και στην περίπτωση της Αττικής, οι συνθήκες του Βερολίνου και της Κωνσταντινούπολης (1881), απαγόρευαν στο ελληνικό κράτος την εθνικοποίηση των οθωμανικών κτημάτων και επέβαλλαν τον σεβασμό των κεκτημένων δικαιωμάτων. Γενικά, φαίνεται οτι κατά την περίοδο 1828-1881, οι υπάρχοντες τσιφλικούχοι  στην Ελλάδα πέτυχαν να αποσπάσουν ικανοποίηση σε δύο σημεία: α) αναγνώριση  της ιδιοκτησίας τους ως απεριόριστη και β) προοδευτική μετατροπή, από νομική άποψη, του κολλήγου σε απλό αγρομισθωτή[15]. Η κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη, ο οποίος είχε την εξουσία κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1880-95, ήταν γνωστή για τις αξιοσημείωτες προσπάθειες της για την εκβιομηχάνιση. Δεν δίστασε να μεταβάλλει την πάγια γεωργική πολιτική του ελληνικού κράτους, προκειμένου να προστατέψει την μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία των τσιφλικιών[16].

Το κολληγικό σύστημα
Η μισθωτή εργασία και άλλες μορφές αγροτικής εργασίας δεν ήταν άγνωστες στην οργάνωση των τσιφλικιών. Όμως παρ΄ όλα αυτά, το κολληγικό σύστημα παρέμεινε ο κυρίαρχος τρόπος καλλιέργειας σε αυτά.  Μια σχέση ανάμεσα στον διακαιούχο του εδάφους και στον καλλιεργητή, όπου ο πρώτος προσφέρει το έδαφος και ο δεύτερος την εργασία.Τα κέρδη, οι κίνδυνοι και οι απώλειες αναλαμβάνονται από κοινού και από τα δύο μέρη, τόσο από τον ιδιοκτήτη όσο και από τον κολλήγο. Μετά την αφαίρεση των φόρων και των παραγωγικών δαπανών, το καθαρό προϊόν διαιρείται σε τρείς μερίδες εκ των οποίων η μία αποδίδεται στον τσιφλικούχο ενώ οι δύο απομένουν στον χωρικό. Στην περίπτωση που ο τσιφλικούχος προσφέρει επι πλέον και τους αναγκαίους για την καλλιέργεια σπόρους και τα εργαλεία έχει δικαίωμα στο 1/2 του καθαρού προϊόντος[17].  Ο τσιφλικούχος δεν κατέβαλε οποιαδήποτε επιχειρηματική δαπάνη, αρκούνταν όμως να εισπράττει απλώς τα δικαιώματα του κολλήγου, δηλαδή την έγγεια πρόσοδο. Ο κολλήγος, έχοντας στην χειρότερη περίπτωση το ήμισυ του προϊόντος, ως ανταμοιβή για την εργασία του, βρίσκεται σε μια κατάσταση σαφώς ανώτερη από εκείνη του αγρεργάτη, ο οποίος δεν δικαιούται τίποτα παραπάνω από έναν μισθό και αρκετά κατώτερη από εκείνη του ελεύθερου μικρού γεωργού και του αγρομισθωτή[18]. Επιπλέον σε περίπτωση κακής σοδειάς, πράγμα καθόλου σπάνιο στην γεωργία, ο χωρικός δεν ήταν υποχρεωμένος να αποδώσει οτιδήποτε στον τσιφλικούχο[19]. Ο καλλιεργητής ήταν σχετικά εξασφαλισμένος δεδομένου ότι εντός του κολληγικού συστήματος εισέπραττε κάτι παραπάνω από έναν απλό μισθό. Το κολληγικό σύστημα επιβλήθηκε ως μια κοινωνική σχέση συνοδεύουσα τον σχηματισμό των μεγάλων κτημάτων. Η νεότερη Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα η Θεσσαλία και η Μακεδονία, περιοχές που επλήγησαν από τα τσιφλίκια, έχουν παραδοσιακά υποφέρει από μια χαμηλή δημογραφική πυκνότητα. Όλες οι νεαποκτηθείσες περιοχές υπέφεραν τόσο από την αραιοκατοίκηση (μεταξύ άλλων ελονοσία) όσο και από τα τσιφλίκια[20]. Αποδεκατίζονταν από ελονοσία, λόγω των κακών συνθηκών ζωής και όντας ανίκανοι για εργασία, έπαιρναν εργάτες από άλλες περιοχές. Η έλλειψη αγροτικής εργασίας εβάρυνε  τόσο πολύ πάνω στην ελληνική γεωργία, ώστε από την εποχή της Ανεξαρτησίας ως την προσάρτηση της Θεσσαλίας, δεν έπαψαν διάφοροι  να προτείνουν σχέδια αγροτικού εποικισμού της Ελλάδος. Η αραίωση αυτή του αγροτικού πληθυσμού απότελεσε μια θεμελιώδη προϋπόθεση για τον σχηματισμό των τσιφλικιών. Η άνοδος του αγροτικού μισθού , κάτω από αυτές τις συνθήκες ευνοούσε την προσφυγή σε ένα είδος ανταμοιβής της εργασίας, στο κολληγικό σύστημα καλλιέργειας και την εγκαθίδρυση ενός ολοκληρωτικού ελέγχου στην ζωή του χωρικού στο εσωτερικό των τσιφλικιών.

Η ειδίκευση της παραγωγής των τσιφλικιών.
Η οικονομία του τσιφλικιού δεν καθοδηγούνταν από μια πολιτική της καπιταλιστικής έγγειας προσόδου[21]. Επομένως τα τσιφλίκια του βορρά της Ελλάδας ειδικεύτηκαν σε προϊόντα συντηρητικά αλλά εξασφαλισμένα όπως  τα σιτηρά, παρά σε προϊόντα κερδοσκοπικά όπως το βαμβάκι, ο καπνός, η σταφίδα [22]. Ο Καραβίδας τόνισε μια άλλη όψη της οικονομίας του τσιφλικιού. Διαπίστωσε ότι η γεωγραφική ανάπτυξη του τσιφλικιού στην βόρειο Ελλάδα επέφερε μια παράλληλη άνθιση της νομαδικής ποιμενικής οικονομίας. Ο φορέας της οικονομίας αυτής ήταν το τσελιγκάτο[23], παντού όπου το τσιφλίκι αναπτύχθηκε, το τσελιγκάτο ακολούθησε από κοντά[24]. Μία ακόμα ένδειξη της σημαντικής ανάπτυξης της νομαδικής ποιμενικής οικονομίας ήταν η έκταση των καλλιεργούμενων ζωοτροφών, που στα 1920 καταλάμβανε το 2.41% των καλλιεργούμενων εκτάσεων, ενώ η αναλογία τους στην Ήπειρο ανέρχονταν σε 18% και στην Μακεδονία σε 4%. Κατά τα έτη 1914-1919, οι επαρχίες της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας εξασφάλιζαν την παραγωγή πάνω από 75% της εθνικής παραγωγής ζωοτροφών. Περίπου το 1/2  της επιφάνειας των τσιφλικιών είχε μετατραπεί σε βοσκοτόπια. Επομένως εύκολα συμπεραίνεται  ότι οι δύο βασικοί κλάδοι ειδίκευσης της παραγωγής των τσιφλικιών ήταν αρχικά τα σιτηρά και μετέπειτα η νομαδική κτηνοτροφία[25].

Απόπειρες περιορισμού των τσιφλικιών

Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η Ελλάδα όχι μόνο συγκλονίστηκε από την αντίθεση ανάμεσα σε ένα αγροεμπορευματικό και σε ένα αστο-βιομηχανικό τομέα αλλά επρόκειτο να υποστεί τις συνέπειες της διχοτομίας που θα προέκυπτε από την αντιθετική συνύπαρξη δύο αγροτικών ζωνών. Από την μια ένας σημαντικός δημητριακός τομέας, κυριαρχούμενος από τα τσιφλίκια και από την άλλη ένας τομέας εμπορικών φυτειών, κυριαρχούμενος από την μικρή οικογενειακή ιδιοκτησία.  Η πολιτική των ελληνικών βιομηχανικών στρωμάτων ευνοούσε με όλα τα μέσα τον μικροαγροτικό τομέα. Αυτό θα επέτρεπε στα βιομηχανικά στρώματα την εισαγωγή των αναγκαίων αγαθών και πρώτων υλών για την βιομηχανική ανάπτυξη και την μαζική εισαγωγή σιτηρών για να καλυφθεί το μόνιμο δημητριακό έλλειμα της χώρας. Αυτή η προοπτική θα οδηγούσε στην κάμψη των τιμών των εγχώριων σιτηρών, στην συντριβή της έγγειας προσόδου των τσιφλικούχων και τέλος, στην διάλυση των ίδιων των τσιφλικιών. Ο Χαρίλαος Τρικούπης πρσπάθησε να συμφιλιώσει τον αγροτικό και τον αστικό καπιταλισμό, παρ΄ όλα αυτά δεν τα κατάφερε, και συνέβαλλε στην καθυστέρηση της βιομηχανικής ανάπτυξης. Η νέα μεταστροφή της γεωργικής πολιτικής εκφράστηκε τελικά το 1917 με τον νόμο της αγροτικής μεταρρύθμισης, υπέρ της κατάτμησης των τσιφλικιών προς όφελος της μικρής εμπορευματικής παραγωγής και ιδιοκτησίας. Η αγροτική μεταρρύθμιση στόχευε να πλήξει την τεχνητή μείωση της προσφοράς  καλλιεργήσιμης γής και αγροτικών προϊόντων, την οποία επέβαλε η μεγάλη ιδιοκτησία. Ενοποιώντας τις ιδιότητες του καλλιεργητή και του ιδιοκτήτη, επεδίωξε να επιφέρει την αύξηση της αγροτικής παραγωγής και συνεπώς την μείωση της τιμής των αγροτικών προϊόντων, μέχρι την εξάλειψη της έγγειας προσόδου, και ενδεχομένως και του επιχειρηματικού κέρδους. Είναι προφανές λοιπόν ότι η αγροτική μεταρρύθμιση  δεν επρόκειτο να επιφέρει καμία βελτίωση, όσον αφορά τις συνθήκες ζωής των χωρικών. Κύριος στόχος της, ήταν η συντριβή της μεγάλης τσιφλικικής γαιοκτησίας, προς όφελος του αστικού καπιταλισμού, ο οποίος θα εξασφάλιζε, την προσφορά των αγροτικών προϊόντων σε ασύγκριτα φθηνότερες τιμές. Ο Ιωάννης Σούτσος, θεωρητικός της πρώτης  μεταρρύθμισης το 1871 επί Κουμουνδούρου, ζήτησε να συνεχιστεί αυτή η πολιτική μέχρι την διανομή των θεσσαλικών τσιφλικιών, αλλά δεν εισακούσθηκε από τον Τρικούπη[26].

Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1917

Η αρχή της αγροτικής μεταρρύθμισης εξηγγέλθη το 1917 στην Θεσσαλονίκη από τον Βενιζέλο. Παρ΄ όλα αυτά το μεγαλύτερο μέρος αυτής πραγματοποιήθηκε μετά το 1922. Η αγροτική μεταρρύθμιση αποφασίστηκε την στιγμή της πτώσης του εξωτερικού εμπορίου. Η πτώση αυτή είχε προκληθεί από τον θαλάσσιο αποκλεισμό τον οποίο είχαν επιβάλλει οι δυτικές δυνάμεις (Αγγλογάλλοι) στην Ελλάδα, προκειμένου να την υποχρεώσουν να εισέλθει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με το μέρος της Αντάντ. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο αποκλεισμός της Ελλάδας λειτούργησε, από οικονομική άποψη, ως ένας αυθόρμητος προστατευτισμός, τόσο υπέρ της εθνικής βιομηχανικής παραγωγής όσο και εις όφελος των εγχώριων σιτηρών. Η συγκυρία αυτή έθεσε εκ νεου το ζήτημα των τσιφλικιών. Ενώ στο βενιζελικό κράτος της βορείου Ελλάδος[27], τα τσιφλίκια κατελάμβαναν άνω του 50% των καλλιεργούμενων εκτάσεων, στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας τα τσιφλίκια κατελάμβαναν μόνο των 1/3 των γαιών. Έτσι οι γαιοκτήμονες του βορρά μπορούσαν να τα διατηρήσουν για λίγο καιρό ακόμα. Όμως η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και ο συνακόλουθος επαναπατρισμός 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων, σήμαναν πλέον το οριστικό τέλος της μεγάλης γαιοκτησίας στην Ελλάδα. Χωρίς αμφιβολία, λοιπόν, το πρόβλημα του εποικισμού των προσφύγων επέσπευσε την εφαρμογή της αγροτικής μεταρρύθμισης. Ο πληθυσμός των τσιφλικιών τις παραμονές της  αγροτικής μεταρρύθμισης του 1917 δεν ξεπερνούσε τα 430.000 άτομα σε πανελλήνια κλίμακα και αντιπροσώπευε το 13,43% του συνολικού αγροτικού πληθυσμού της χώρας[28]. Οι απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών για την αντικατάσταση των γαιοκτημόνων κατά τα έτη 1917-1925 έγιναν με την εξής συχνότητα:

ΈΤΟΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ

1917

0

1918

1 τσιφλίκι

1919

0

1920

63 τσιφλίκια

1921

12 τσιφλίκια

1922

12 τσιφλίκια

1923

642 τσιφλίκια

1924

561 τσιφλίκια

1925

561 τσιφλίκια

Συμπεράσματα

Οι εθνικές γαίες, ήταν μια πρωτότυπη δημιουργία του νεότερου αστικού κράτους. Οι χωρικοί των εθνικών γαιών, ήταν ακτήμονες λόγω της κατάργησης των οθωμανικών έγγειων σχέσεων. Γενικά, το Ελληνικό κράτος εθνικοποιώντας την γη (το 1828), φάνηκε πρωτοποριακό μεταξύ των σύγχρονων καπιταλιστικών κρατών, όσο αφορά το θέμα της γεωργικής πολιτικής. Αργότερα, το 1871 η διανομή της εθνικοποιημένης γης σε μικρούς οικογενειακούς κλήρους, δεν ήταν αντίθετη πρός την προηγούμενη εθνικοποίηση. Κοινός στόχος και των δύο περιπτώσεων ήταν να εμποδιστεί η μεγάλη γαιοκτησία. Τα τσιφλίκια, μέσω της κατάργησης του οθωμανικού δικαίου από το ελληνικό κράτος, αντικαταστάθηκαν από το νεότερο καπιταλιστκό δίκαιο και έτσι μπόρεσαν να νομιμοποιηθούν. Οι απαλλοτριώσεις των κτημάτων των χωρικών, εμφανίστηκαν σε μεγάλη κλίμακα στην νεότερη Ελλάδα, κυρίως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας. Σκοπός του Ελληνικού κράτους ήταν να προστατέψει την μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία των τσιφλικιών. Από οικονομικής πλευράς, συμπεραίνεται εύκολα ότι ο τσιφλικικός σχηματισμός, ανήκει στην κλειστή οικονομία και σκοπός δεν ήταν το μεγάλο κέρδος αλλά η αυτάρκεια. Επίσης το τσιφλίκι συνδύαζε ένα σύστημα οικονομικής εκμετάλλευσης και νομαδισμού.  Παρ΄ όλα αυτά έγιναν συστηματικές προσπάθειες περιορισμού των τσιφλικιών, με σκοπό, την πτώση των τιμών των εγχώριων σιτηρών και την συντριβή της έγγειας προσόδου. Τελικά αυτή η πρακτική πραγματοποιήθηκε με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1917. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι  η αγροτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα καθόρισε εξ’ ολοκλήρου την έγγειο ιδιοκτησία και το κολλληγικό σύστημα. Είχε λοιπόν ως συνέπεια την κατάτμηση του καλλιεργούμενου εδάφους και τον σχηματισμό ενός μεγάλου αριθμού μικροσκοπικών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων. Πάντως  αυτή η μορφή της ελληνικής γεωργίας δεν εμπόδιζε την διείσδυση του καπιταλισμού. Αντιθέτως, η ελλληνική οικογενειακή γεωργία ενσωματώθηκε κατά τον καλύτερο τρόπο στον κοινωνικό μηχανισμό του καπιταλισμού. Τέλος, η κατάτμηση της γης ωφέλησε την εκβιομηχάνιση της χώρας την εποχή του Μεσοπολέμου.


Πηγές

  • Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, Εκδόσεις: Εξάντας, 1975
  • Κωσταντίνος Καραβίδας, «Αγροτικά», Αθήνα 1931

[1] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, Εκδόσεις: Εξάντας, 1975, «… Με την παραχώρηση, όμως, αυτή οι ιδιώτες δεν αποκτούσαν πλήρες δικαίωμα κυριότητας επί της παραχωρηθείσας δημόσιας εκτάσεως, αλλά δικαίωμα διηνέκους εξουσιάσεως ή «ωφέλιμης κυριότητας» (τεσσαρούφ), το δε δικαίωμα ψιλής κυριότητας διατηρούσε το Οθωμανικό Δημόσιο. Ανεξαρτήτως, όμως, της πιο πάνω παραχωρήσεως (ειδικά επί καλλιεργησίμων αγρών, δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως/τεσσαρούφ) μπορούσε να αποκτήσει και ο σφετεριστής, ο οποίος καταλάμβανε, εξουσίαζε και καλλιεργούσε δημόσιες γαίες επί δεκαετία, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 78 του ως άνω νόμου περί γαιών σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 των οδηγιών περί εγγράφων ταπίων και η έκδοση τίτλου (ταπίου) στο όνομα του σφετεριστή, η έκδοση του οποίου άλλωστε ήταν αποδεικτική και όχι συστατική του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως. Προϋπόθεση, όμως, για την κτήση του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από τον σφετεριστή είναι όχι μόνον η χωρίς δικαστική αμφισβήτηση κατοχή του αγρού επί μία δεκαετία, αλλά και η καλλιέργεια αυτού….» σελ. 101.
[2] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ.103.
[3] Eθνικές Γαίες είναι οι αγροτικές εκτάσεις που ανήκαν σε μουσουλμάνους ιδιώτες, στo οθωμανικό κράτος ή σε μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα και οι οποίες στη διάρκεια της Eπανάστασης περιήλθαν στη δικαιοδοσία της ελληνικής διοίκησης. Tα κτήματα αυτά βρίσκονταν κατά κύριο λόγο στην Πελοπόννησο και σε μικρότερο βαθμό στη Στερεά Eλλάδα, την Eύβοια και τα νησιά.
[4] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 109. «…Η εισαγωγή στην Ελλάδα του ρωμανο-γερμανικού διακίου, αξαλείφοντας τις τοπικές οθωμανο-βυζαντικές παραδόσεις, επέφερε μια σημαντική επιδείνωση των συνθηκών ζωής του Έλληνα αγρότη, χωρίς εκ παραλλήλλου να ευνοήσει την ανάπτυξη ενός αγροτικού καπιταλισμού. Το Κράτος και μόνο αυτό επωφελήθηκε από αυτήν την κατάσταση, αλλά η επιτυχία του αυτή αποδειχνόταν όλο και περισσότερο συζητήσιμη…»
[5] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 105.
[6] Καπνός, σταφίδα, βαμβάκι.
[7] Λευκό χαρτί.
[8] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 110.
[9] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 69.
[10] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 91.
[11] Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής, του Γιάννη Μηλιού.  «Ο Ασιατικός Τρόπος Παραγωγής (ΑΤΠ) αναφέρεται στα δομικά στοιχεία μιας ιδιαίτερης κατηγορίας προκαπιταλιστικών κοινωνιών: α) Απουσία ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, β) συλλογική οργάνωση (οικονομική, πολιτική και ιδεολογική) της άρχουσας τάξης σε ένα δεσποτικό κράτος, γ) συλλογική οργάνωση της κυριαρχούμενης τάξης των εργαζομένων σε τοπικές κοινότητες….»
[12] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 116.
[13] Με τη συνθήκη που υπογράφτηκε στις 17/29 Μαρτίου 1864 ανάμεσα στις τρεις Δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, και στο Ελληνικό Βασίλειο τα Επτάνησα πέρασαν οριστικά στην ελληνική κυριαρχία στις 21 Μαΐου. [Σημείωση: Τα Επτάνησα πέρασαν στην Ελλάδα ως προίκα στον νέο βασιλιά Γεώργιο Α΄]. H εξέλιξη αυτή ήρθε ως επιστέγασμα μιας σειράς διαβουλεύσεων και διπλωματικών διαπραγματεύσεων, οι οποίες καθόρισαν αρκετά βαριούς όρους για την Eλλάδα που ήταν αποκλεισμένη από τις περισσότερες διπλωματικές συναντήσεις.
[14] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 120.
[15] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 119.
[16] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 121.
[17] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 65.
[18] Αυτός που νοικιάζει χωράφια και τα καλλιεργεί.
[19] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 66.
[20] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 130-131.
[21] Η έγγεια πρόσοδος είναι η αμοιβή του συντελεστή παραγωγής εδάφους που προκύπτει από την χρησιμοποίηση του στην παραγωγική διαδικασία μιας γεωργικής εκμετάλλευσης.Ο υπολογισμός της γίνεται ή αφαιρώντας από την ακαθάριστη πρόσοδο της δαπάνες εργασίας και κεφαλαίου ή προσθέτοντας το ενοίκιο του εδάφους και το κέρδος ή τη ζημία.
[22] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 134.
[23] Η διευρυμένη νομαδική οικογένεια, στην Ελλάδα αποκαλείται «Σαρακατσάνοι», «Καραγκούνηδες», «Βλάχοι».
[24] Κωσταντίνος Καραβίδας, «Αγροτικά», Αθήνα 1931, σελ. 6.
[25] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 139.
[26] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 168
[27] Το 1916 με τον εθνικό διχασμό η Ελλάδα κόβεται στα δύο. Το βενιζελικό κράτος της Θεσσαλονίκης με τη Μακεδονία και την Κρήτη και το κράτος των Αθηνών.
[28] Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σελ. 177.
Εργασία εξαμήνου της Στέλλας Κυριάκου, Η’ εξάμηνο, Ιούνιος 2012.
.
..

Short Link: http://wp.me/pcPJ9-Jq

.

.