.

Economic geography: Epistemological structures and critical debates-Part I

Géographie économique: structures épistémologiques et des débats critiques-1ére Partie

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η οικονομική γεωγραφία έκανε την εμφάνισή της τον 19ο αιώνα. Η εμφάνισή της σχετίστηκε κυρίως με τις επιδιώξεις των αποικιοκρατικών δυνάμεων της Ευρώπης για γνώση και έλεγχο των αποικιοκρατούμενων χωρών δηλαδή των βασικών τους πρώτων υλών, των πληθυσμών και των οικισμών τους, των μεταφορικών και εμπορικών υποδομών και δικτύων που συνέδεαν τις περιοχές αυτές με τις χώρες του «κέντρου» . Η ουσιαστικής της όμως εξέλιξη έλαβε χώρα, κατά τον 20ο αιώνα, και σηματοδοτήθηκε από αλλεπάλληλες επιστημονικές τομές στις μεθοδολογικές της παραδοχές, στο φιλοσοφικό της υπόβαθρο και στις ερευνητικές της προτεραιότητες.
Η οικονομική επιστήμη δεν συνδυάστηκε ποτέ με την γεωγραφία, παρά μόνο μετά τα μέσα του 1950 δηλαδή πριν από αυτό η οικονομική γεωγραφία ήταν στο κεφάλι της καρφίτσας. Μετά απέκτησε χωρική διάσταση και επομένως η οικονομική επιστήμη συνδυάστηκε με τον χώρο και έτσι προέκυψε η οικονομική γεωγραφία.
Η αλλεπάλληλες αυτές τομές ήταν αποτέλεσα εν μέρει της ίδιας της εσωτερικής δυναμικής της οικονομικής γεωγραφίας. Παράλληλα επηρεάστηκαν από τις υλικές συνθήκες (κοινωνικό-οικονομικές αναδιαρθρώσεις) στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού καθώς και από γενικότερες παγκόσμιες εξελίξεις. Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι η κριτική εξέταση των βασικών θεωρητικών και μεθοδολογικών (ανα)προσανατολισμών στην εξέλιξη της οικονομικής γεωγραφίας από τις αρχές του 20ου αι. μέχρι και τις μέρες μας, με έμφαση στις επιστημολογικές τομές και τις θεωρητικές αντιπαραθέσεις που σηματοδότησαν την εξέλιξη αυτή.
Το παρακάτω διάγραμμα (Σχήμα 1) απεικονίζονται οι βασικές χρονολογικές περίοδοι και σχολές σκέψης στην εξέλιξη της οικονομικής γεωγραφίας.

 [Μεγαλώστε - Enlarge-Agrandir]

[Μεγαλώστε – Enlarge – Agrandir]

2. ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΜΗ: ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΛΑ ΙΣΟΡΡΟΠΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Ένα πρώτο χρονικό ορόσημο στην εμφάνιση της οικονομικής γεωγραφίας είναι το 1826 έτος δημοσίευσης της μελέτης του Johann Heinrich von Thünen που αφορούσε τις κατανομές των αγροτικών χρήσεων γης γύρω από αστικά κέντρα σε συνάρτηση με τις αποστάσεις και το κόστος μεταφοράς των αγροτικών προϊόντων μεταφοράς . Άλλα ορόσημα κατά χρονολογική σειρά είναι:
– Το 1882 όταν Γερμανός γεωγράφος Götz έκανε την διάκριση ανάμεσα στην εμπορική και την οικονομική γεωγραφία ,το 1893 όταν άρχισαν να διδάσκονται τα πρώτα μαθήματα οικονομικής γεωγραφίας στα πανεπιστήμια Cornell και Pennsylvania των ΗΠΑ και το 1925 όταν πρωτοκυκλοφόρησε το επιστημονικό περιοδικό Economic Geography
-Η μελέτη του von Thünen άνοιξε τον δρόμο σε μια σειρά πρωτότυπες αναλύσεις της χωροθέτησης των οικονομικών δραστηριοτήτων και της διαμόρφωσης των περιοχών αγορών τους (Max Weber, 1929 [1909]• August Lösch, 1938, 1954 [1940]• Walter Christaller, 1933-Θεωρία των Κεντρικών τόπων• Hotelling, 1929). Tο ρεύμα αυτό αναπτύχθηκε αρχικά στη Γερμανία («Γερμανική σχολή χωροθέτησης»), αλλά γρήγορα επεκτάθηκε και στις υπόλοιπες βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης καθώς και στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει στους ερευνητικούς προσανατολισμούς της οικονομικής γεωγραφίας σε όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.
-Οι βασικές μεθοδολογικές παραδοχές της Γερμανικής σχολής ακολουθούν αυτές των νεοκλασικών οικονομικών: δηλαδή την έμφαση στα ορθολογικά οικονομικά υποκείμενα (homo economicus), την ύπαρξη πλήρους και ανεμπόδιστης πληροφόρησης και την ύπαρξη τέλειου ανταγωνισμού και ισορροπίας στην οικονομία.
Οι παραδοχές αυτές οδήγησαν στην δημιουργία φορμαλιστικών μοντέλων βασισμένων σε ένα είδος απλοϊκής «οικονομικής γεωμετρίας» με προεξάρχον παράδειγμα φορμαλισμού τα μοντέλα κανονικών εξαγώνων των Lösch και Christaller δεν είναι τυχαίο ότι ο Paul Krugman χρησιμοποιεί τον όρο «γερμανική γεωμετρία» (Germanic Geometry) όταν αναφέρεται στη σχολή αυτή ακριβώς για να τονίσει την έμφασή της στη γεωμετρία των αποστάσεων και της ελαχιστοποίησης του μεταφορικού κόστους ως κρίσιμο παράγοντα στις αποφάσεις χωροθέτησης των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Πολλές μετέπειτα μελέτες επιχείρησαν να ελέγξουν τις παραδοχές των γερμανικών θεωριών, αλλά κατέληξαν σε αντιφατικά εμπειρικά αποτελέσματα. Προσπάθειες όπως αυτές του Hoover (1948), του Smith (1966,1971) και άλλων προσπάθησαν να βελτιώσουν τα μοντέλα της γερμανικής σχολής με την προσθήκη και άλλων, πιο ρεαλιστικών, παραγόντων στη μελέτη της χωροθετικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων. Και αυτές ωστόσο οι προσπάθειες δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τον εμπειρισμό και τον φορμαλισμό της Γερμανικής σχολής. Πολλές από αυτές δεν ήταν παρά συναθροίσεις επιμέρους μελετών περιπτώσεων από τις οποίες απουσίαζε μία εσωτερικά συνεκτική και ερμηνευτική θεωρητική λογική. Για παράδειγμα, μια τέτοια μελέτη (Townroe, 1976) προσδιορίζει πάνω από 200 παράγοντες που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και να αξιολογούν οι επιχειρήσεις όταν πρόκειται να πάρουν ορθολογικές αποφάσεις εγκατάστασης ή μετεγκατάστασης των δραστηριοτήτων τους. Διάφορες ωστόσο έρευνες έχουν δείξει ότι στην πράξη οι επιχειρήσεις αξιολογούν μερικούς μόνο παράγοντες   -αυτούς που οι ίδιες θεωρούν πιο σημαντικούς με βάση τα κριτήρια που θέτουν- και λαμβάνουν αποφάσεις με βάση τους παράγοντες που θα ικανοποιήσουν πρώτοι τα προκαθορισμένα αυτά κριτήρια. Πρόκειται με άλλα λόγια για αποφάσεις χωροθέτησης βασισμένες σε μη-πλήρη (περιορισμένη) ορθολογικότητα, όπως υποστήριξαν και οι συμπεριφορικές προσεγγίσεις της χωροθέτησης (behavioural approaches).
Παρά τα μεθοδολογικά προβλήματά της η Γερμανική σχολή εγκαινίασε μία παράδοση ποσοτικών προσεγγίσεων του χώρου, που έφτασε το απόγειό τους με την λεγόμενη «ποσοτική επανάσταση» κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Η ποσοτική επανάσταση ξεκίνησε στις ΗΠΑ με βασικό πρωταγωνιστή τον ιδρυτή της «περιφερειακής επιστήμης» και καθηγητή οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Pennsylvania Walter Isard (1956). Κατά τον Scottη στροφή αυτή σηματοδότησε την μεγαλύτερη «κρίση ταυτότητας» στην ιστορία της οικονομικής γεωγραφίας.
Επιστημολογικό υπόβαθρο της στροφής αυτής αποτέλεσε ο λογικός θετικισμός (Shaefer, 1953· Harvey, 1969· Gregory, 1978· Johnston, 1983) μια επιστημολογία που παρέχει την δυνατότητα κατασκευής θεωρητικών νόμων μέσα από την γενίκευση επιμέρους εμπειρικών περιπτώσεων. Το επιστημολογικό πρόγραμμα του λογικού θετικισμού είναι βασισμένο στην ύπαρξη μίας εγγενούς συμμετρίας ανάμεσα στην επιστημονική γνώση και στις διαδικασίες επαλήθευσης εμπειρικά μετρήσιμων γεγονότων. Γεγονότων που είτε απορρέουν άμεσα από την εμπειρική παρατήρηση, ή έμμεσα ως υποθέσεις ενός υποθετικό-απαγωγικού μοντέλου της εμπειρικής πραγματικότητας.
Η ποσοτική επανάσταση αντανακλά τις νέες κοινωνικο-οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού (κατά το 1950 και 1960). Οι συνθήκες αυτές χαρακτηρίζονται από μία απρόσκοπτη οικονομική μεγέθυνση βασισμένη στη μαζική παραγωγή και μαζική κατανάλωση, καθώς και στην ανάπτυξη προνοιακών κρατικών πολιτικών (φορντιστικό μοντέλο συσσώρευσης και κεϋνσιανός τρόπος κοινωνικής ρύθμισης). Η μαζική παραγωγή συγκεντρώθηκε γεωγραφικά σε μεγάλους αστικούς πόλους ανάπτυξης, με αποτέλεσμα την δημιουργία χωρικών ανισοτήτων τις οποίες το κράτος προσπαθούσε να μειώσει μέσω την ανάληψης ρυθμιστικών χωρικών πολιτικών. Η γενικότερη τάση της εποχής ευνοούσε την γενίκευση και συστηματοποίηση των γεωγραφικών γνώσεων γύρω από ζητήματα περιφερειακής ανάπτυξης και βιομηχανικής χωροθέτησης, προτύπων αστικοποίησης και ιεράρχησης οικιστικών δικτύων, χωρικών αλληλεξαρτήσεων, μεταφορικών υποδομών και ελέγχου των χρήσεων γης μέσω πολιτικών χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.
Ανάλογες τάσεις ποσοτικοποίησης και μοντελοποίησης παρατηρούνται και σε άλλες συγγενείς επιστήμες του χώρου, όπως για παράδειγμα στη θεωρία του σχεδιασμού, όπου γίνεται συστηματική προσπάθεια κατασκευής μοντέλων ορθολογικής λήψης αποφάσεων σχεδιασμού, βασισμένων στη γενική θεωρία των συστημάτων, την θεωρία των οργανώσεων και την κυβερνητική.
Ο βασικότερος εκφραστής της ποσοτικής στροφής στην οικονομική γεωγραφία ήταν όπως ήδη αναφέρθηκε ο Ιsard. Θεωρώντας ότι «ο κόσμος χωρίς χωρικές διαστάσεις» που είχε εγκαθιδρύσει η παραδοσιακή οικονομική θεωρία είναι απελπιστικά ανεπαρκής για την κατανόηση των φαινομένων, προσπάθησε να εισαγάγει τον χώρο στην λογική των νεοκλασικών οικονομικών. Προσπάθησε δηλαδή να «ξαναγράψει» τη νεοκλασική θεωρία οικονομικής ισορροπίας με όρους χωροθετικής οργάνωσης των δραστηριοτήτων. Μια άλλη σημαντική ερευνητική ομάδα του πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον θεωρείται ότι ίδρυσε τη «χωρική ανάλυση», με θέματα έρευνας την βιομηχανική χωροθέτηση και τα πρότυπα χρήσεων γης, την αστικοποίηση και τα συστήματα κεντρικών τόπων, τα μεταφορικά δίκτυα, την χωρική δυναμική του εμπορίου και την κοινωνική αλληλεπίδραση στη χώρο. Στα πλαίσια της ποσοτικής επανάστασης δημοσιεύτηκαν έργα που αποτέλεσαν ορόσημα της νέας αυτής σχολής.
Ένα άλλο συγγενές ρεύμα επικέντρωσε στη μελέτη της κατανομής των δραστηριοτήτων και της διαμόρφωσης των χρήσεων γης στον αστικό χώρο με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το μοντέλο Alonso. Μια άλλη, τέλος, ομάδα εργασιών περιστράφηκε γύρω από θέματα περιφερειακής ανάπτυξης θεμελιώνοντας αυτές που έγιναν γνωστές ως «θεωρίες περιφερειακής ισορροπίας». Η πιο κλασική από αυτές είναι η θεωρία γεωγραφικής κινητικότητας των συντελεστών παραγωγής κεφαλαίου και εργασίας, σύμφωνα με την οποία οι δυνάμεις αγοράς τείνουν μακροπρόθεσμα να εξισορροπήσουν την ανάπτυξη ανάμεσα στις διάφορες περιφέρειες ακόμα και αν έχουν αρχικά διαμορφωθεί συνθήκες ανισότητας.
Μια ανάλογη προσέγγιση υιοθετεί και η θεωρία διαπεριφερειακού εμπορίου. Η διαφορά από την παραπάνω θεωρία είναι ότι στη δεύτερη δεν έχουν γεωγραφική μετακίνηση των συντελεστών παραγωγής, αλλά ανάπτυξη διαπεριφερειακού εμπορίου στη βάση του συγκριτικού πλεονάσματος κάθε περιφέρειας ως μηχανισμού εξισορρόπησης των αμοιβών των συντελεστών παραγωγής (κερδών-κεφαλαίου, απολαβών- εργασίας) στις διάφορες περιφέρειες. Στις ίδιες νεοκλασικές παραδοχές της ύπαρξης αρμονίας και ισορροπίας στην εσωτερική δομή και εξέλιξη του οικονομικού συστήματος βασίστηκαν και άλλες σημαντικές θεωρίες περιφερειακής ισορροπίας.
Οι παραπάνω θεωρητικές εξελίξεις επηρέασαν όπως ήταν αναμενόμενο, και την ελληνική διανοητική και ακαδημαϊκή παραγωγή σε ανάλογα ή συναφή γνωστικά αντικείμενα. Βασικά πανεπιστημιακά εγχειρίδια περιφερειακής οικονομικής και οικονομικής του χώρου που επί δεκαετίες διδάσκονταν κατά κύριο λόγο σε οικονομικά τμήματα των ελληνικών ΑΕΙ, είχαν ποσοτικό προσανατολισμό και οι επιρροές τους από τα μοντέλα χωρικής ισορροπίας της περιφερειακής επιστήμης, τα μοντέλα βιομηχανικής χωροθέτησης της γερμανικής σχολής και της διάρθρωσης των αστικών χρήσεων γης του Alonso είναι καταφανείς. Ακόμα και πιο πρόσφατα πανεπιστημιακά εγχειρίδια ακολουθούν τη θετικιστική-ποσοτική παράδοση τόσο στην περιοχή της περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης όσο σε αυτή καθαυτή τη γεωγραφία. Η τάση αυτή φαίνεται σήμερα να υποβοηθείται ακόμα περισσότερο από την ευρεία εισαγωγή μεθόδων, τεχνικών και εργαλείων γεωπληροφορικής στην ανάλυση του χώρου.
Όπως θα δούμε παρακάτω, η ποσοτικής επανάσταση έδειξε τα όριά της στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με αρχές της δεκαετίας του 1970, καθώς η αντιστοιχία της με τα δεδομένα της χωρο-κοινωνικής πραγματικότητας μεγεθυνόταν και καθώς αναπτύσσοντας διάφορες ριζοσπαστικές και κριτικές προσεγγίσεις. Παρ’ όλα αυτά παρατηρείται κατά τα τελευταία χρόνια μια επανάκαμψη της ποσοτικής οικονομικής γεωγραφίας (κύρια στις ΗΠΑ) γνωστής και ως «νέα οικονομική γεωγραφία» ή «γεωγραφικά οικονομικά». Το ρεύμα αυτό απορρίπτει ορισμένες βασικές παραδοχές των νεοκλασικών οικονομικών όπως η «σταθερές αποδόσεις κλίμακας» και η ύπαρξη τέλειου ανταγωνισμού στην οικονομία, ενώ εισάγει καινοτομικά στοιχεία, όπως η «αυξανόμενες αποδόσεις κλίμακας» (Increasing returns to scale) και η ύπαρξη ατελούς ανταγωνισμού. Παρ’ όλα αυτά, διατηρεί τον μεθοδολογικό ανταγωνισμό της παραδοσιακής ποσοτικής οικονομικής γεωγραφίας και της περιφερειακής επιστήμης, τη νεοκλασική παραδοχή πλήρους πληροφόρησης των οικονομικών δραστών, την βελτιστοποιητική συμπεριφορά των επιχειρήσεων (Profit maximizing firms) και την αφαίρεση από το κοινωνικό πλαίσιο της άνισης χωρικής ανάπτυξης του καπιταλισμού. Έτσι, για τους κριτικούς σχολιαστές της νέας οικονομικής γεωγραφίας, το ρεύμα αυτό δεν είναι πραγματικά «νέο», αλλά αποτελεί μετεξέλιξη της παραδοσιακής περιφερειακής επιστήμης και χωρικής ανάλυσης των δεκαετιών του 1950 και 1960, και συνεπώς υπόκειται στις ίδιες θεωρητικές και μεθοδολογικές αδυναμίες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το εν λόγω ρεύμα έχει αρχίσει να εμφανίζεται και στη χώρα μας.
Κατά τις δεκαετίας του 1960 και 1970 αναπτύχθηκε ένα μεταβατικό ρεύμα η λεγόμενη συμπεριφορική (behavioral) οικονομική γεωγραφία που δίνει έμφαση στη μελέτη της χωροθετικής συμπεριφοράς σύνθετων οργανώσεων, όπως οι βιομηχανικές επιχειρήσεις. Παρά το ότι η σχολή αυτή άσκησε κριτική στην έννοια του homo economicus εγκαινιάζοντας την έννοια του homo socialis, πολλοί θεωρούν ότι αποτελεί μία λογική μετεξέλιξη της ποσοτικής επανάστασης.

3. Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΜΗ: Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ
3.1 Η ανάδυση της ριζοσπαστικής και κριτικής οικονομικής γεωγραφίας
Όπως σημειώθηκε παραπάνω, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με αρχές τις δεκαετίας του 1970, η ποσοτική επανάσταση, η χωρική ανάλυση και η θεωρίες περιφερειακής ισορροπίας άρχισαν να παρουσιάζουν δείγματα κάμψης της προηγούμενης αίγλης τους. Οι λόγοι θα πρέπει να αναζητηθούν: πρώτον στις διαρθρωτικές κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές κατά τη συγκεκριμένη περίοδο και, δεύτερον, σε εννοιολογικές εξελίξεις και επιστημολογικές κριτικές στο εσωτερικό των επιστημών του χώρου γενικά και της οικονομικής γεωγραφίας ειδικότερα.
Τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και η δεκαετία του 1970 σηματοδότησαν κρίσιμα σημεία καμπής στην ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο Μάης του ΄68 σηματοδότησε την ανάπτυξη μαζικών κινημάτων αμφισβήτησης στην Ευρώπη, που εξαπλώθηκαν γρήγορα από την άλλη πλευρά του ατλαντικού και που τροφοδοτηθήκαν από κινήματα διαμαρτυρίας, όπως το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, το αντιρατσιστικό κίνημα, το κίνημα των Χίπις, το οικολογικό κίνημα, διάφορα κινήματα προάσπισης εναλλακτικών τρόπων ζωής και διαφύλαξης διαφορετικών πολιτισμικών ταυτοτήτων και άλλα.
Οι παγκόσμιες πετρελαϊκές κρίσεις (1973/1974 και 1978/1979), το κύμα αποβιομηχάνισης που σάρωσε όλες σχεδόν τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις και περιφέρειες των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, η διόγκωση της ανεργίας και του πληθωρισμού, η νέα έξαρση των περιφερειακών ανισοτήτων και διαιρέσεων, μετασχημάτισαν δραματικά την γεωγραφία της παραγωγής και της ανάπτυξης του καπιταλιστικού κόσμου. Οι αλλαγές αυτές κατέδειξαν τα όρια του μεταπολεμικού φορντιστικού/τεϋλορικού αναπτυξιακού μοντέλου και έθεσαν τις βεβαιότητές του σε σοβαρή αμφισβήτηση.
Η ποσοτική οικονομική γεωγραφία και η περιφερειακή επιστήμη δέχτηκαν τον αντίκτυπο των παραπάνω εξελίξεων: η μεθοδολογική έμφασή τους στη χωρική ισορροπία, τα ορθολογικώς δρώντα υποκείμενα, ερχόταν όλο και περισσότερο σε κατάφωρη αντίθεση με τις πραγματικές συνθήκες τις άνισης ανάπτυξης του χώρου στις διάφορες γεωγραφικές του κλίμακες, από την τοπική και περιφερειακή, στην εθνική και διεθνή. Οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές στη χωρική οικονομία των καπιταλιστικών χωρών δεν μπορούσαν να γίνουν πλέον κατανοητές μέσα από το ατομικιστικό και εξωκοινωνικό μεθοδολογικό πρίσμα του «ορθολογιστή οικονομικού ανθρώπου», αλλά απαιτούσαν μία νέα μεθοδολογική προσέγγιση βασισμένη σε ολιστικές κοινωνικο-οικονομικές, πολιτικές και κριτικές ερμηνείες τις καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στο χώρο. Κατά την περίοδο που η ποσοτική επανάσταση βρισκόταν ακόμα στο ζενίθ της, είχαν ήδη αναπτυχθεί θεωρίες που αμφισβητούσαν το κύριο ρεύμα της χωρικής ισορροπίας, καθώς υποστήριζαν ότι οι δυνάμεις της αγοράς τείνουν εγγενώς να δημιουργούν σοβαρότατες εσωτερικές εντάσεις, χωρικές ανισότητες και διαρθρωτικές μεταβολές.
Στο διεθνές επίπεδο μια σειρά παρεμφερείς προσεγγίσεις (σχολή ανάπτυξης της υπανάπτυξης ή σχολή της εξάρτησης) τόνισαν τις εγγενείς ανισότητες της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης, που έτειναν να πολώνουν τον διεθνή χώρο σε ανεπτυγμένες χώρες από την μια (μητροπόλεις) και υπανάπτυκτες και εξαρτημένες περιφέρειες από την άλλη.
Σε επιστημολογικό επίπεδο η κριτική που δέχθηκε ο λογικός θετικισμός από τον κριτικό ορθολογισμό του Karl Popper και άλλα μεταθετικιστικά επιστημολογικά ρεύματα, υπονόμευσε το πρώτο βάθρο της ποσοτικής γεωγραφίας, το επιστημολογικό. Τέλος, ένα άλλο ρεύμα κριτικής, επαναφέροντας την πολιτική οικονομία στο προσκήνιο των σχετικών συζητήσεων έδειξε ότι η ουσία της οικονομικής επιστήμης δεν βρίσκεται στην ανταλλαγή, την ωφελιμότητα και τις τιμές, όπως υποστήριζε η νεοκλασική οικονομική άποψη, αλλά στην παραγωγή, στην εργασία, και την αξία, στη δυναμική δηλαδή της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της διευρυμένης αναπαραγωγής των σχέσεων του καπιταλισμού.
Η αλλαγή του κοινωνικο-οικονομικού πλαισίου της χωρικής ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τις επιστημολογικές και μεθοδολογικές κριτικές που αναπτυχθήκαν στο εσωτερικό της οικονομικής γεωγραφίας, είχαν ως συνέπεια μια δεύτερη μεγάλη επιστημολογική τομή που σηματοδοτήθηκε από την ανάδυση της ριζοσπαστικής και κριτικής σκέψης. Μιας σκέψης που δεν είναι ομοιογενής, αλλά που χαρακτηρίζεται από εσωτερικές διαφοροποιήσεις και παραλλαγές. Η σχολή αυτή σκέψης έγινε γνωστή στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία με διάφορες ονομασίες, όπως π.χ., «ριζοσπαστική γεωγραφία», «μαρξιστική γεωγραφία», «πολιτική-οικονομική προσέγγιση», «διαρθρωτική προσέγγιση», «προσέγγιση αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου», «κριτική γεωγραφία» κ.λ.π. Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές αυτές ονομασίες, τα βασικά χαρακτηριστικά της σχολής αυτής, στην πρώτη τουλάχιστον περίοδο της ανάπτυξής της (δεκαετία 1970), είναι:
(α) Μια γενετική σχέση με την μαρξιστική πολιτική οικονομία
(β) Μια έμφαση στην ανάλυση των πολύπλευρων ανισοτήτων και διαιρέσεων που γεννά και αναπαράγει η συνάρθρωση του καπιταλισμού με το γεωγραφικό χώρο στις διάφορες κλίμακές του, και
(γ) ένας προσανατολισμός σε κανονιστικές προτάσεις πολιτικής.
Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά αυτές τις εξελίξεις.

Από το: Ανθρωπογεωγρφία, Άνθρωπος, κοινωνία και χώρος (επιμ. Θ.Τερκενλή, Θ. Ιωσηφίδης, Ι. Χωριανόπουλος), εκδόσεις Κριτική, Κεφάλαιο 12, Ηλίας Κουρλιούρος, Οικονομική γεωγραφία: Επιστημολογικές δομές και κριτικές αντιπαραθέσεις, σ. 276